Παρασκευή 31 Μαΐου 2019

Κράτος ουδετερόθρησκο ή θρησκεία ουδετερόκρατη;

Σ' ετούτη την ενδιαφέρουσα και σύντομη παρέμβαση του Βασίλειου Θερμού - την οποία δε θα συνοψίσω κι επομένως θα πρέπει κανείς να την παρακολουθήσει, ώστε να παρακολουθήσει κι εμένα - θα επιθυμούσα να σταθώ μια στάλα στο σημείο 11:41 κι εξής, όπου και θίγονται ορισμένες εικαζόμενες αντιφάσεις - δεν το λέω ειρωνικά. Μεταφέρω επί λέξει το απόσπασμα του Θερμού, το οποίο μ' ενδιαφέρει να σχολιάσω :

« Εάν το Σύνταγμα αποτυπώνει αξίες, οι θρησκείες είναι παράγοντας δημιουργίας αξιών. Παντού. Συμφέρει την Πολιτεία να αποδεσμευτεί εντελώς από τις θρησκείες; [ ... ] Συμφέρει - την οποιαδήποτε Πολιτεία - να εκτοπίσει της θρησκείες πλήρως στο ιδιωτικό περιθώριο; Να μην υπάρχουν κανάλια επικοινωνίας με την Πολιτεία και ... δεδομένου ότι οι θρησκείες αποτελούν παράγοντα δημιουργίας αξιών; Με άλλα λόγια : είναι ικανή μια Πολιτεία, σύγχρονη του 21ου αιώνα, να δημιουργήσει τέτοιες αξίες και να σηκώσει μόνη της το βάρος των αξιών για μια κοινωνία, έτσι ώστε να εμπνεύσει του πολίτες να τηρούν όσο το δυνατόν περισσότερο τις αξίες τις οποίες πρεσβεύει το Σύνταγμα; Δηλαδή, η δημιουργία ηθικής συνειδήσεως μέσω των θρησκειών πρέπει να θεωρηθεί ένα καθαρά ιδιωτικό γεγονός και θ' αναλάβει η Πολιτεία το βάρος των αξιών; Το μπορεί; Ποια είναι η διεθνής πείρα; Μπορούμε να μελετήσουμε τι έγινε σε άλλες χώρες που υιοθέτησαν αυτή τη γραμμή; Ποιο είναι το κοινωνικό ήθος που επικρατεί εκεί; [ ... ] Ποια είναι τα ποσοστά εγκληματικότητας και παραβατικότητας; Ποιο είναι το επίπεδο κοινωνικής συνοχής; [ ... ] Ποιες είναι οι παρενέργειες του ατομικισμού; Ποια είναι τα ποσοστά διαφθοράς; [...] Αυτό είναι ένα θέμα που η Πολιτεία πρέπει να 'ρθει αντιμέτωπη με αυτό, υπεύθυνα - η εκάστοτε Πολιτεία - και έτσι να χαράξει πορεία. Γιατί την Πολιτεία δε πρέπει να την ενδιαφέρει κάτι που ... ένας στόχος που χαρακτηρίζεται από πάθος, δε μπορεί να είναι ο στόχος της να βάλει τις θρησκείες στην άκρη. Ο στόχος της είναι να φτιάξει πολίτες τόσο καλούς, οι οποίοι να σέβονται το Σύνταγμα και τους νόμους και να υπάρχει όσο γίνεται λιγότερη παραβατικότητα του Συντάγματος και των νόμων. Αυτό ενδιαφέρει μια Πολιτεία. Λοιπόν, μήπως οι θρησκείες μπορούν να γίνουν ένας μηχανισμός προς τα 'κει; »

Προφανώς, για όσους δε με γνωρίζουν, δεν προσεγγίζω τη συζήτηση ως άνθρωπος θρήσκος, πόσω μάλλον ως πιστός χριστιανός οποιουδήποτε τύπου, «εκσυγχρονιστικού» ή «συντηρητικού». Προσεγγίζω περισσότερο απ' τη σκοπιά εκείνη ενός άθρησκου αστού - κάτι που δεν είναι εντελώς αληθές, αλλά εξυπηρετεί καλά τις ανάγκες της κουβέντας. Τώρα, παρόλο που ο κύριος Θερμός θίγει δύο πολιτειακές αντιφάσεις, προσωπικά, επικεντρώνομαι μόνο στην πρώτη. Όχι, φυσικά, για ν' αποκρύψω τη σημασία της δεύτερης, παρά γιατί είναι η πρώτη που μ' ενδιαφέρει κυρίως κι ως προς την οποία τρέφω τις βασικότερες ενστάσεις. Ως προς τη δεύτερη αντίφαση, θα με βρείτε απολύτως σύμφωνο. Η Πολιτεία, εκφρασμένη ως υστερόβουλος, εξουσιαστικός μηχανισμός, δε μπορεί παρά να είναι υποκριτική κι είναι σχεδόν αυτονόητο, πως θα επιδιώξει κάποτε - ή πάντα - να εκμεταλλευτεί οποιονδήποτε άλλο θεσμό μπορεί να την αλαφρύνει ή να την απαλλάξει από τις πραγματικές της ευθύνες - καρπούμενη φυσικά ποσοστό επί των κερδών. Μη χάνουμε τα λόγια μας, λοιπόν, στο άγονο ετούτο έδαφος του προφανούς κι ας προχωρήσουμε σε βαθύτερες ουσίες και αφορμές διαλόγου.

Συμφωνούμε ότι «το Σύνταγμα αποτυπώνει αξίες»; Συμφωνούμε. Συμφωνούμε, επίσης, ότι «οι θρησκείες είναι παράγοντας δημιουργίας αξιών»; Συμφωνούμε. Διαφωνούμε, παρόλα αυτά, ότι οι θρησκείες είναι παράγοντας δημιουργίας αξιών, αδιαμφισβήτητα και ανεξέλεγκτα υγιών, άρα αξιών προς μίμηση και προς διάδοση. Δυστυχώς και κατά παράδοση ευγενείας, επιτρέπουμε να πλανάται μια διακριτική ασάφεια ως προς το θρησκειακό πρόσημο, υπονοώντας ή αποδίδοντάς του μια κάποια θετικότητα. Η τελευταία ωστόσο (δηλαδή η θετικότητα) είναι μια ιδιότητα διόλου αυτονόητη ή δεδομένη. Σε κάποιο βαθμό, βέβαια, πρόκειται για λεπτομέρεια αγεφύρωτη, εφόσον ο μέσος χριστιανός δυσανασχετεί στο ν' αντικρύσει τον εαυτό του ή τις ψυχοπαθογένειες της θρησκειοποίησης και με την πρώτη ευκαιρία ψάχνει να βρει καταφύγιο στην καθησυχαστική ασφάλεια του δόγματος. Αλλά για να μην πολυλογούμε, το είδος και η ποιότητα των χριστιανικών αξιών είναι ένα πρόβλημα, προς στιγμήν, άσχετο με το ζητούμενό μας. Η βασική γραμμή στην οποία ενίσταμαι είναι, ακριβώς, ετούτη : ότι, δηλαδή, ο εκτοπισμός των θρησκειών από το Σύνταγμα συνεπάγεται ντε και καλά την περιθωριοποίηση και την αποπομπή τους στη σφαίρα του ιδιωτικού.

Ο Βασίλειος Θερμός ισχυρίζεται νωρίτερα - και ορθά - ότι το Σύνταγμα, ουσιαστικά, δεν είναι παρά η αποκρυστάλλωση της βούλησης ενός λαού, μια δεδομένη ιστορική στιγμή. Συνεπώς, το Σύνταγμα ως τέτοιο κρύσταλλο δεν είναι ζωντανός οργανισμός καθαυτό, αλλά το ιστορικό αποτύπωμα ενός ζωντανού οργανισμού. Το Σύνταγμα, να το πούμε κι έτσι, δεν το ενδιαφέρουν οι αιτίες οι οποίες διαμόρφωσαν τις όποιες αξίες του λαού, παρά μόνο στο βαθμό που ως κείμενο δεν αντιφάσκει εαυτόν. Με αυτό δεν εννοούμε, απαραίτητα, πως πρέπει να στέκει αδιάφορο στα αίτια, παρά πως δεν είναι ο ρόλος του ετούτος. Οι διεργασίες, δηλαδή, που γεννούν και πλάθουν τις αξίες μιας κοινωνίας είναι ένα ρευστό γίγνεσθαι, το οποίο το Σύνταγμα οφείλει να προστατεύει ως άθλημα ελευθερίας, αλλά όχι απαραίτητα και να υιοθετεί μια συγκεκριμένη του έκφανση. Αν, δηλαδή, μας ενδιαφέρει να θεμελιώσουμε την Πολιτεία μας γύρω απ' την αξία της ζωής, το ζητούμενο του Συντάγματος δεν είναι αν τούτο προέκυψε από την ορθόδοξη διδασκαλία, την αισιοδοξία του Διαφωτισμού, τον πρωτόγονο ανιμισμό ή το σύγχρονο κομμουνισμό, αλλά μονάχα ν' αποτυπώσει αυτή τη βούληση. Το Σύνταγμα δεν είναι κριτικό κείμενο, είναι αξιωματικό σύστημα και μπούσουλας, γεννημένο από ένα κοινό μέτωπο ανθρώπων, πιθανότατα με εντελώς διαφορετικές καταβολές. Για τούτο δεν πρέπει να προτείνει μια ερμηνεία της Ιστορίας, καπελώνοντά την, παρά να υπόκειται σε αυτή.

Ως εκ τούτου, θεωρώ σφάλμα την αντίληψη πως ουδετερόθρησκο κράτος σημαίνει το στέρεμα «καναλιών επικοινωνίας» μεταξύ θρησκευόμενων και Πολιτείας, καθώς ένας τέτοιος ισχυρισμός θα 'ταν ταυτόσημος με το στέρεμα οποιασδήποτε, εν γένει, επικοινωνίας με τους πολίτες - στο βαθμό, φυσικά, που οι τελευταίοι αξίζουν να λέγονται τέτοιοι. Οφείλει η Πολιτεία να επικοινωνεί με τους πολίτες της; Βεβαίως και οφείλει! Όχι όμως με κάποιον ιδιαίτερο τρόπο - εν προκειμένω το θρησκευτικό - παρά με κάθε δυνατό τρόπο. Ηθική και αξίες δεν παράγουν μόνον οι θρησκείες. Ηθική και αξίες παράγει και η αθεΐα. Ηθική και αξίες παράγει και η επιστήμη. Ηθική και αξίες παράγει και η εργασία. Παράγει και ο αθλητισμός, και η πολιτική, κι ο πόλεμος, ακόμα και ο υπόκοσμος. Οποιαδήποτε ανθρώπινη δραστηριότητα συνιστά κοινωνία και όχι απομόνωση παράγει το δικό της σύστημα εσωτερικής συνέπειας και το δικό της ήθος. Κατ' αυτόν τον τρόπο, οι ομάδες οι οποίες ενδιαφέρονται να συμμετέχουν στη διαμόρφωση της Πολιτείας και, άρα, συνδιαλέγονται με αυτήν (κι ουσιαστικά είναι αυτές που την αποτελούν, αλλά εδώ υπεισέρχεται ο βραχνάς της κρατικής εξουσίας, που περιπλέκει αρκούντως τα νοήματα) τη μπολιάζουν αναπόφευκτα με τις αξιώσεις και τις ηθικές επιταγές τους. Στο βαθμό που αποδεχόμαστε πως μια Πολιτεία τολμά να εκτοπίσει έναν άνθρωπο ή μια ομάδα, κατά το μέτρο ενός μόνο χαρακτηριστικού του (π.χ. τη θρησκεία), θα πρέπει ν' αποδεχτούμε πως τον εκτοπίζει τελικά εξ ολοκλήρου, κάτι που φυσικά δεν είναι αληθές. Ο χριστιανός ως πολίτης δημοκρατίας δε ζει με αξίες διαφορετικές από εκείνες της θρησκείας του, θα τολμούσαμε να πούμε ζει και με παραπανίσιες. Η Πολιτεία δεν του αφαιρεί στο παραμικρό τη δυνατότητα να συνδιαλεχθεί μαζί της, εφόσον ανά πάσα στιγμή έχει τη δυνατότητα να το κάνει ως πολίτης. Την Πολιτεία την ενδιαφέρει - και πρέπει να την ενδιαφέρει - μονάχα η πολιτική ιδιότητα, η οποία αποτελεί ουσιαστικά την υλοποίηση (και ενοποίηση) όλων των άλλων ιδιοτήτων, που καθιστούν έναν άνθρωπο αυτό που είναι ως προσωπικότητα. Οποιαδήποτε άλλη γλώσσα, πέραν δηλαδή της πολιτικής, θολώνει τα νερά και - κατά τη γνώμη μου - είναι εκ του πονηρού. Η Πολιτεία δεν αρνείται σε κανέναν να μιλά τη γλώσσα του, αλλά ορίζει μια γλώσσα κοινή ως προς την Πολιτεία. Η Πολιτεία οφείλει να παραμένει ο κοινός παρονομαστής και όχι τσαρδί του καθενός, που καίγεται για τους προσωπικούς του λόγους. Γιατί, να το πούμε κι έτσι : οι περισσότεροι χριστιανοί δεν καίγονται τόσο για το μέλλον του κόσμου, παρά για το μέλλον του χριστιανισμού, δηλαδή πράγματα ενίοτε αντιδιαμετρικά.

Μα κι από μιαν άλλη οπτική, θα μπορούσαμε να πούμε πως μια Πολιτεία οφείλει τελικά να εκτοπίζει πάντες εξίσου, προκειμένου να μπορεί να επικοινωνεί με πάντες εξίσου.

Εξαιρετικά ταπεινό και μοιρολατρικό, επίσης, μου φαίνεται και τούτο το νόημα : αν όντως εκτοπίζονται οι θρησκείες από την Πολιτεία, από πού κι ως πού εκτοπίζονται στο περιθώριο και στην ιδιωτεία; Πούθε προκύπτει κάτι τέτοιο; Πρόκειται για λογικό άλμα παρασάγγων. Για τις άλλες θρησκείες δεν ξέρω να μιλήσω, μ' αν η Ορθοδοξία πισωπατεί και οχυρώνεται στην ιδιωτικότητα είναι γιατί κι η ίδια έχει χάσει ανεπίστρεπτα την κοινωνική και πλαστική της δύναμη κι έχει απομείνει παθητική αναμάσηση των χριστιανικών μάντρα. Πιθανότατα, ο Χριστιανισμός έχει αλλοτριωθεί από τις ίδιες ιστορικές δυνάμεις ατομικισμού και καταναλωτισμού, οι οποίες διάβρωσαν ολάκερη την αστική φυλή, μα τούτο είναι άλλο θέμα προς εξέταση. Δε μπορεί, ωστόσο, ν' αποδίδει την κατάντια και τη νέκρωσή του, στην πολιτειακή αποπομπή του, όπως φυσικά δεν πρέπει και ν' αποδίδει την κλίμακα διάδοσής του ολοσδιόλου στο αγαπητικό του μήνυμα, ξέχωρα δηλαδή από την όψη και την κόψη του σπαθιού την τρομερή, της όποιας κρατικής ή αυτοκρατορικής αιγίδας έχαιρε, κατά καιρούς. Αν οι χριστιανοί έχουν πάψει ν' αποτελούνε ζωντανή κοινότητα, θα πρέπει ν' αναζητήσουμε αλλού τις παθογένειες και όχι στην κρατική έλλειψη συνδρομής, καθότι τι δουλειά έχει ο Καίσαρας με το Θεό; Πού είναι, λοιπόν, η χριστιανική δύναμη στην καθημερινή ζωή των ανθρώπων; Πού είναι οι αγαπητική σχέση του ανθρώπου προς την πλάση; Πού είναι το γονιμοποιό ήθος της θυσίας, όταν ο χριστιανισμός έχει εκπέσει σ' ένα ασθενικό ιερατείο και η εκκλησία των πιστών από κοινότητα σε μπετόν-αρμέ και βαρετή ναοδομία;

Μας φταίει τώρα η Πολιτεία, αν είναι ουδετερόθρησκη ή όχι, και δεν κοιτάζουμε, λέω εγώ, τα μούτρα μας, αν εκμεταλλευτήκαμε τόσον καιρό την κρατική σχέση, προς όφελος της κοινωνίας των ανθρώπων και όχι της υπεκφυγής ενός ομφαλοσκοπικού status. Μας φταίει η Πολιτεία, αν θα παράγει τις σωστές αξίες και δεν κοιτάζουμε τα μούτρα μας, αν τελικά δημιουργούμε εμείς αξίες, όντως, ή δεν κάνουμε άλλο απ' το να μηρυκάζουμε ξαναζεσταμένο φαγητό - μα έστω κι έτσι, αν  δηλαδή σταθήκαμε διαχειριστές ικανοί των κληροδοτημένων. Δεν είναι πως είχαμε και τίποτα κράτος κομμουνιστικό, όλα ετούτα τα χαμένα χρόνια που κυλήσανε. Μια χαρά κορδώνονταν, σαν καλοθρεμμένες γαλοπούλες, όλοι οι χρυσοποίκιλτοι μητροπολίτες με την ιεραρχία και τους παρατρεχάμενούς τους, στο πλευρό των εκάστοτε πολιτικών αρχηγών. Τι έχτιζαν, λοιπόν, τόσο καιρό όλοι ετούτοι οι ευαισθητοποιημένοι απομυζητές της εξουσίας, ετούτοι οι εξωγήινοι της ταπεινοφροσύνης; Τι όφελος αποκόμισαν τελικά για το ποίμνιο, την κοινωνία τους;

Κι όμως, ένα κράτος ουδετερόθρησκο δεν αφήνει τους χριστιανούς στη μοίρα τους, αλλά τους αφήνει, τίμια και αμερόληπτα, στην ίδια μοίρα όπως κι οποιαδήποτε κοινότητα στην επικράτειά του. Και θα 'πρεπε να τ' αποδεχτούνε τούτο με χαρά οι - κατ' όνομα - χριστιανοί αντί με κλάψες ή αναθέματα. Αν όχι από βαθιά αγάπη προς τον κόσμο, έστω σαν άσκηση ταπείνωσης. Ένα κράτος ουδετερόθρησκο - αν είναι δηλαδή κράτος της προκοπής - δεν αποκόπτει κανένα δίαυλο επικοινωνίας, ορίζει απλά πως θα μιλάει καθείς εξίσου, στη σειρά του, παρά να μιλούν οι χριστιανοί νωρίτερα και περισσότερο. Ένα κράτος ουδετερόθρησκο δε στερεί το ελάχιστο από τον προκομένο, τίμιο χριστιανό. Μα κι ούτε έχει κανένα λόγο να φοβάται όποιος διάγει εν αγάπη. Ότι η αγάπη δεν υπεξαιρείται από κανέναν, μήτε φθίνει μοιραζόμενη, παρά μόνο κατακτάται με κόπο πολύ και γεννοβολά και μεταλαμπαδεύεται, ξανά και ξανά και ξανά, με κάθε πράξη, με κάθε ύπαρξη, με κάθε υπέρβαση εαυτού. Μα κατάντησαν οι χριστιανοί όσο κοσμικοί χρειάζεται, ώστε μόλις ξώφαλτσα να γλιτώνουν τον ευφημισμό - αν τον γλιτώνουνε και πόσοι. Έμαθαν να γραπώνονται περισσότερο απ' την παράδοση και την τυπολατρεία, παρά ν' αφήνονται μ' εμπιστοσύνη στην ελεύθερη πτώση της θυσίας ή της κοινότητος. Έπιασαν να συζητούν για τη μοίρα τους με τα γράμματα του νόμου και ξέχασαν να μιλούν με τα θάματα της καρδιάς. Η φοβικότητα και η μικροψυχία τους θα 'κανε ως και το Χριστό ν' αποξεράσει τ' άντερά του.

Ευτυχώς ή δυστυχώς, δε ζούμε πια σε ακραιφνές κράτος Ελλήνων Χριστιανών κι αυτό οι χριστιανοί δύσκολα μπορούν να το χωνέψουν. Δύσκολα μπορούνε να χωνέψουν πως ούτε πραγματικοί χριστιανοί υπήρξανε, οι περισσότεροι από αυτούς που αλώνησαν την κοινωνία με τα ιδιοτελή σαρκία τους, από ληστεία σε νηστεία, κι από χριστοπαναγίες σε πατερημά, ουτ' ήσαν οι μόνοι κάτοικοι αυτού του έρμου τόπου. Στην ψυχολογική ή ψυχιατρική ασφάλεια της κρατικής αιγίδας είχαν εναποθέσει τις ελπίδες ενός περιούσιου λαού, αλλά ευτυχώς η ιστορία έρχεται κάποτε να τους σώσει από την αλαζονεία και τον εγωισμό, δηλαδή από τον εαυτό τους. Χωρίς να τους στερεί κανένας το παραμικρό, τους θέτει προ των ευθυνών που είχαν εναποθέσει στον Θεό ή τη Δευτέρα Παρουσία. Είναι σκληρός ετούτος ο απογαλακτισμός, ο οποίος περίμενε δύο χιλιάδες χρόνια να τεθεί, είναι όμως απαραίτητος προκειμένου να ωριμάσει επιτέλους ο Χριστιανισμός, από την ακινησία της θρησκείας και τη νωχέλεια της συντεχνίας, σε κίνημα ζωοποιό και κοινότητα προσώπων - δηλαδή, εκείνο που ήταν κάποτε. Ο σημερινός χριστιανός, δηλαδή αυτός που ιστορικά γνώρισα λόγω της χρονολογίας γέννησής μου, είναι ένας χριστιανός γιαλαντζί, που αρνείται να κοιτάξει τον εαυτό του στον καθρέφτη. Όλοι του φταίνε εκτός από την αφεντομουτσουνάρα του. Φταίει ο ατομικισμός, φταίει η παγκοσμιοποίηση, φταίει ο αναγωγισμός, φταίει ο Δαρβίνος κι η τρύπα του όζοντος, φταίει ο Χατζηπετρής κι ο Λουκιανός Κηλαηδόνης. Το Αντίφωνο βρίθει ανθρώπων που έχουν στα πάντα κάτι να προσάψουν. Πρόσφατα διάβασα μια αυτοκριτική του Σολτζενίτσιν, πως ξεχάσαμε λέει το Θεό. Μα δεν είναι το Θεό που ξεχάσατε, βρε κακομοίρη, τον άνθρωπο ξεχάσατε! Τα πήρατε όλα απ' την ανάποδη γι' αυτό και καταντήσατε εδώ που καταντήσατε. Πιάσατε να γνωρίσετε πρώτα το Θεό, προτού δηλαδή γνωρίσετε τον άνθρωπο κι ο άνθρωπος ακόμα περιμένει.

«Είναι ικανή μια Πολιτεία, σύγχρονη του 21ου αιώνα, να δημιουργήσει τέτοιες αξίες και να σηκώσει μόνη της το βάρος των αξιών για μια κοινωνία;» λέει ο σκεπτικός ομιλητής. Μα, ως προς τούτο, δεν τίθεται καν ζήτημα : ο ρόλος μιας σύγχρονης Πολιτείας δεν είναι να δημιουργεί αξίες, μα να τις διαχειρίζεται νομικά. Αξίες δημιουργούν οι άνθρωποι κι όχι τα λειτουργικά σχήματα. Εδώ η παρεξήγηση μπορεί να πάρει μεγάλην έκταση, αν δεν ορίσουμε - έστω και χαλαρά - τι εννοούμε με τον όρο Πολιτεία : εννοούμε την εκάστοτε κυβέρνηση, τον ευρύτερο κρατικό μηχανισμό με τις εξουσίες του ή εννοούμε το ζωντανό  πολιτικό σώμα, δηλαδή την πόλη; Φαντάζομαι πως βούληση μπορούμε ν' αποδώσουμε μονάχα σ' ένα πολιτικό σώμα ή μια κυβέρνηση και σε καμία περίπτωση σ' ένα κράτος, απρόσωπο συνονθύλευμα μηχανισμών. Μα κι απ' την άλλη μια κυβέρνηση δεν είναι παρά - υποτίθεται - φερέφωνο της λαϊκής εντολής, άρα φορέας των ίδιων αξιών που το πολιτικό σώμα επιβάλλει με την ψήφο του. Με ποιον τρόπο, λοιπόν, μια Πολιτεία μπορεί να δημιουργήσει αξίες, για λογαριασμό των πολιτών της; Μάλλον δε μπορεί. Αλλά βλέπετε πως καταλήξαμε, τελικά, σ' έναν παντελώς άγονο προβληματισμό, γιατί θεωρήσαμε πως κάποιος δημιουργεί αξίες χρηστικά, έτσι από το πουθενά και για επί τόπου χρήση, όταν στην πραγματικότητα οι αξίες αναδύονται συνειδητά-ασυνείδητα μέσα στο στίβο της ζωής και το καθημερινό ήθος και όχι στα βουλευτικά, ακαδημαϊκά ή άλλα έδρανα. Εκείνο που δεν ήταν του παρόντος να θιγεί στη σύντομη παρουσίαση του Θερμού - μα έχω την υποψία πως ουδέποτε θα εθίγετο, παρόλα αυτά, καθότι οι πιστοί δεν έχουν μαθητεύσει στο πολιτικό ήθος, μα περισσότερο στο θρησκευτικό - είναι πως την ποιότητα του όποιου κράτους τη διαμορφώνουν οι πλέον μάχιμες απ' τις πολιτικές ομάδες μιας χώρας και όχι οι πλέον αδρανείς. Ως εκ τούτου, ένα κράτος ουδετερόθρησκο έχει πολλά να πει για την κινητικότητα και ποιων ομάδων, όπως επίσης και για την πολιτική ακινησία του χριστιανικού σώματος, που θεωρεί πιθανότατα πως η κοινωνία χρωστάει στους χριστιανούς τίποτα ρέστα ή πως με την βοήθεια του Θεού όλα θα γίνουν, από μόνα τους.

Ούτε έχει θαρρώ νόημα να μελετήσουμε τι γίνηκε σε άλλες χώρες και σε πολιτείες, οι οποίες ακολούθησαν ανάλογες πορείες, παρά μόνο στο βαθμό που οι θρησκείες δεν «περιθωριοποιήθηκαν» απλά, αλλά φιμώθηκαν παντελώς. Μας ενδιαφέρει να μάθουμε τι έγινε, όχι στην περίπτωση που η θρησκείες αποδεσμεύτηκαν απ' τα Συντάγματα, αλλά - αν υπάρχει - στην περίπτωση που αποτράπηκαν ακόμη κι απ' το κοινωνικό ή άλλο έργο τους και τους απαγορεύτηκε να ενσαρκώνουν τις αξίες τους, μέσω του καθημερινού βίου ή της επίσημης δράσης τους. Θα είχε πράγματι ενδιαφέρον να μάθουμε τι συμβαίνει όταν το κράτος παραγκωνίζει όχι μόνο τη θρησκευτική πρωτοβουλία αλλά, για να 'μαστε ακριβοδίκαιοι, την οποιαδήποτε πρωτοβουλία κι αναλαμβάνει μόνο του την ευθύνη και τη διαχείρηση της Πόλης. Θα είχε πράγματι ενδιαφέρον να παρακολουθήσουμε την εξέλιξη, καθώς θα μιλούσαμε πλέον για μια κοινωνία πραγματικά εξανδραποδισμένων πιστών (ή πολιτών), νομικά ανήμπορων να εκφράσουν τη θρησκευτική τους διάσταση, περιορισμένων μονάχα στην απρόσωπη θεσμική. Αν, ωστόσο, το ουδετερόθρησκο κράτος δε συνοδεύεται από μια ανάλογου εύρους παρακώλυση ή επιθετικότητα, προσωπικά, δε διακρίνω τον παραμικρό λόγο, ο οποίος θα μπορούσε να αποδυναμώσει μια πραγματικά αποφασισμένη κοινότητα, δηλαδή μια κοινότητα που δεν είναι ήδη ηττημένη.

Είναι, επίσης, σφάλμα να θεωρούμε ότι ο εξοστρακισμός των θρησκειών από την Πολιτεία, είναι απαραίτητα μια αποφαση η οποία διακατέχεται από «πάθος». Μπορεί και ναι. Αλλά μπορεί και όχι. Θα μπορούσε κανείς να σκεφτεί πληθώρα ψύχραιμων και συνετών επιχειρημάτων, τα οποία συνηγορούν υπέρ αυτής της απόφασης, ασχέτως αν κανείς συμφωνεί μαζί τους - και είμαι σίγουρος ότι ο κύριος Θερμός θα γνωρίζει περισσότερα επιχειρήματα από μένα. Το γεγονός πως μπορεί κανείς να ορκίζεται στα δικαστήρια δίχως στην ουσία να ψευδομαρτυρεί, να παντρεύεται δίχως να υποκρίνεται, να ονοματοδοτείται δίχως να αγρεύεται απ' το θρησκειακό λογιστήριο, να φέρει ταυτότητα δίχως να εκτίθεται, να κυκλοφορεί στον τόπο του λεύτερος από μεταφυσικές επικλήσεις ή τη μισαλλοδοξία του περιβάλλοντος, είναι φυσικά πράγματα κερδισμένα από καιρό, αλλά δείχνουν πώς μια παρόμοια κατεύθυνση αποθρησκειοποίησης του κράτους μπορεί να οφελήσει μια μεγάλη μερίδα ανθρώπων, που δεν ασπάζεται τις ίδιες αξίες με την όποια «επικρατούσα θρησκεία» - έκφραση τόσο ανόητη, στενόχωρη κι αντιχριστιανική - δίχως παράλληλα να στερεί τίποτα από 'κείνους που ασπάζονται τις αξίες αυτές. Είναι θετικό ακόμη και για τους χριστιανούς - κι ας μην το συνειδητοποιούν - ν' αποδεσμευτεί η θρησκεία από την κούφια, κοινωνική επιδειξιομανία, έναν οχετό απονεκρωμένων τύπων που βλάπτουν, αντίς να οφελούν. Είναι θετικό να μπαίνεις σε μια σχολική τάξη δίχως να 'χεις υποστεί την ανιαρή τυπολατρεία της πρωινής προσευχής, ξεθυμασμένη από κάθε αληθινή συμμετοχή, ή δίχως το άθλιο και γλυκανάλατο εικονισματάκι, πάνω απ' τον πίνακα, υποκείμενο και τούτο στην εμπορευματική τυποποίηση των χριστιανικών συμβόλων. Είναι θετικό να υπηρετείς την «πατρίδα» γνωρίζοντας τη γυμνή αλήθεια, πως το όπλο σου δηλαδή είναι εργαλείο φόνου και κανείς τραγόπαπας δεν έχει δικαίωμα κι εξουσία να το ευλογήσει κι ούτε καμιά Παναγίτσα στέκεται πάνω απ' τον ώμο σου με τρυφεράδα, την ώρα που ξεκοιλιάζεις ένα άλλο ανθρώπινο πλάσμα. Είναι θετικό ν' αναληφθεί μέρος της «φιλανθρωπίας» κι από μηχανισμούς, οι οποίοι υπόκεινται σε κάποιο στοιχειώδες έλεγχο, σε σχέση με τη διάσπαρτη ενοριακή ασυδοσία, για την οποία πολλοί από εμάς έχουμε κάποιο σιχαμερό παράδειγμα να καταμαρτυρήσουμε, αλλά κανείς δεν αναλαμβάνει τελικά να θίξει το πρόβλημα των εκτροχιασμένων ιερέων, πάντα μέσα στα πλαίσια της τοπικής κοινότητας πιστών. Εκτός κι αν αγάπη σημαίνει, τελικά, αφέλεια και απραγία.

«Ο στόχος της [ενν. της Πολιτείας] είναι να φτιάξει πολίτες τόσο καλούς ... μήπως οι θρησκείες μπορούν να γίνουν ένας μηχανισμός προς τα 'κει;» αναρωτιέται, ξανά, ο Βασίλειος Θερμός. Κι απαντούμε, κλείνοντας, πως ακόμα κι αν ετούτο είναι αληθές, σε τι ακριβώς κάνει το μηχανισμό λιγότερο μηχανισμό, μία τυχούσα αποθέσμιση; Γιατί αν η θέσμιση κάνει τη θρησκεία ισχυρή τότε δεν είναι διόλου. Κι αν η θρησκεία έχει ανάγκη απ' τη θέσμιση, προκειμένου να γίνει κοινωνός, τότε είναι ακοινώνητη. Κι αν επιθυμεί καλούς πολίτες, θα πρέπει πρώτα να γίνει πολίτισσα η ίδια. Αντί να κλειδαμπαρώνεται στα ιδρύματα, συνδράμοντας την αδικία, να πρωτοστατεί στο σημείο μηδέν, όπου η αδικία συντελείται. Δίπλα στο φτωχό, την ώρα που φτωχοποιείται από ένα κράτος ανεξέλεγκτο και όχι κατόπιν εορτής, ως εκταμίευση φιλανθρωπίας ώστε να 'χουμε ήσυχες συνειδήσεις. Δίπλα στον κρατούμενο ή τον φυλακισμένο την ώρα που ξυλοκοπείται απ' τον ανθρωποφύλακα ή το Σύστημα κι όχι ανέξοδο βλέμμα συμπόνιας κι έχει ο Θεός, στο προσκεφάλι και τα καθαρά σεντόνια του νοσοκομείου. Δίπλα στον καρκινοπαθή που αφαιμάσσεται οικονομικά απ' το χειρούργο του (ο τόνος σωστός) κι όχι δίπλα στο χειρούργο που εμφανίζεται με τα λουστρίνια του στην κυριακάτικη λειτουργία και τα σκάει «δια την αποπεράτωση του ιερού ναού». Δίπλα στον μετανάστη που παλεύει να ξεφύγει από τη μοίρα του, μαχαιρωμένος, πνιγμένος ή δεμένος και παρατημένος σαν το ζώο σε μια κολώνα κι όχι κυριακάτικο κήρυγμα κατά του ρατσισμού, με σιδερωμένα άμφια, εράνους και χαμογελάκια. Δίπλα στον εργάτη που σκοτώνεται για ένα κομμάτι ψωμί κι όχι αγιασμούς στα εργοστάσια και στα εργοτάξια, οι οποίοι σώζουν μόνο την ψυχή του εργοδότη. Μέσα στις τρώγλες του trafficking κι όχι στα καθαρά και πουριτανικά πεζοδρόμια, μπροστά στο δημαρχείο. Πλάι στις κοπέλες που βιάζονται τριπλά, από τον βιαστή, τον αστυνόμο και τέλος τη χαριστική χολή της κοινωνίας κι όχι κηρύγματα περί ανέμων και υδάτων, ώστε να 'ναι φχαριστημένοι οι νοικοκύρηδες. Πλάι στο δισαθλιωμένο Ρομά, που καταδικάζεται στο περιθώριο και την αμορφωσιά, τόσο απ' τη δική του αλλοτριωμένη κοινωνία, όσο κι απ' την υποκριτική δική μας, η οποία του 'χει φορτώσει όλα της τα δεινά και τα ελαττώματα, γιατί πρέπει και κάποιος να μας ξεσκατίζει, όσο να 'ναι. Θα μου πείτε πως είμαι φαφλατάς και δε θά 'πρεπε να ζητώ απ' τη θρησκεία - δηλαδή απ' τους ανθρώπους της - πράγματα που δεν τολμώ να ζητώ ούτ' από τον εαυτό μου ή τον καθένα. Σας απαντώ μ' ετούτο : εκείνη πρώτη έβαλε τον πήχη της ψηλά, ζητώντας μεταχείρηση άλλη από μένα τον άθρησκο ή τον άθεο ή τον ψιλικατζή της γειτονιάς, ζητώντας καλύτερο τραπέζι στο νυχτομάγαζο της εξουσίας - δήθεν για το καλό όλων. Γιατί εκείνη, λέει, παράγει αξίες, αντίθετα με μας που δεν παράγουμε ή παράγουμε δευτέρας διαλογής. Γιατί η θρησκεία διεκδικεί την πρωτοκαθεδρία των αξιών κι είναι λέει δημιουργός τους πρώτης τάξης, όταν εμείς δεν είμαστε παρά ακόλουθοι και παρακατιανοί. Αλλά νισάφι από αξίες πια και χορτάσαμε! Ας αναλάβει επιτέλους η θρησκεία τις ευθύνες της, που δεν είναι φιλανθρωπικές - φιλανθρωπίες κάνουν κι οι εφοπλιστές - αλλά πολύ σοβαρότερες. Ας αναλάβει επιτέλους ο χριστιανός ν' αναμετρηθεί με το ήθος της χοντρόπετσης ηγεσίας του ή ακόμα κι αυτής της χοντρόπετσης ψυχής του. Όταν θα φτάσουν οι θρησκείες - μ' άλλα λόγια οι άνθρωποί τους - να τ' αξίζουν τότε, καθόλου μη γελιέστε, θα βρουν στην Πολιτεία και τη θέση τη σωστή που τους αρμόζει. Τότε που πια δε θα 'χουν νόημα οι αξίες τους, γιατί θα 'ναι επιτέλους άξιες οι ίδιες.

Σάββατο 30 Μαρτίου 2019

Ιεροεξεταστική

Υπάρχουνε απλοϊκοί, υπάρχουνε κι απλοϊκοί. Απλοϊκοί, που είναι απλά αφελείς κι αναμασούνε μια τσιχλόφουσκα, όπως τα μυρηκαστικά, κι απλοϊκοί που είναι άνθρωποι λαϊκοί - μ' άλλα λόγια απλοί - μα δε μασάνε πίτουρα και τρώνε τη μακαρονάδα τους δίχως πολλές-πολλές σάλτσες. Ο άνθρωπος που υπογράφει ετούτη την ανάρτηση, είναι μια απ' τις αναρίθμητες ενδείξεις - προς όποιον έχει τη διεστραμμένη διάθεση να παρακολουθεί, κατά καιρούς, τα φτηνά κείμενα, που κοσμούν τα κομοδίνα μιας πλατιά κατηγορίας πιστών - πως ο εκκλησιαστικός χώρος βρίθει ψαράδων, δηλαδή ανθρώπων που κάνουνε το τόσο ΤΟ-ΣΟ! Η τακτική αυτή δεν είναι, βεβαίως, απλή αφέλεια, αλλά γίνεται από κεκτημένη ταχύτητα και ροπή, να παρουσιάζεται κάθε χριστιανική εκδήλωση ως έχουσα πολύ μεγαλύτερο βάθος, από εκείνο που αληθινά έχει. Ως εκ τούτου, η ανάλυση που τόσο θαυμάζει, αυτός ο κύριος Τελέβαντος, είναι σε πρώτο επίπεδο μια αξιοπρεπέστατη ανάλυση - τουλάχιστον ως προς το νόημα, γιατί ως προς το ήθος θα τα πούμε παρακάτω - αλλά σε καμία περίπτωση περισσότερο ουσιαστική ή εύστοχη, σε σχέση - για παράδειγμα - με μια έκθεση ιδεών ενός μαθητή ή οποιουδήποτε άλλου ανθρώπου αποφάσιζε να σταθεί απέναντι στον πίνακα του El Greco, με κάποιο στοιχειώδες ενδιαφέρον κι όχι ως απλός τουρίστας. Μ' άλλα λόγια, ο συντάκτης απ' την Ιερά Μονή Σταυροβουνίου γράφει, ο άνθρωπος, εκείνα στα οποία κάθε κοινός νους θα κατέληγε, μετά από λίγη περίσκεψη, κι όχι από καμία «διανοητική και θεολογική εμβέλεια σκέψης».

Δομήνικος Θεοτοκόπουλος
Καρδινάλιος Fernando Niño de Guevara

Επίσης, σε καμία περίπτωση, δεν κάνει κάποια «αισθητική ανάλυση» της προκοπής, παρά μονάχα επιφανειακό χάιδεμα των άμεσα αντιληπτών. Για παράδειγμα, οι εύστοχες παρατήρησεις - αν δηλαδή εξαιρέσει κανείς τους γλοιώδεις επιθετικούς προσδιορισμούς - για τη στάση των χεριών ή το βλέμμα, είναι ένα πρώτο επίπεδο, μονάχα. Υπάρχουν άπειρα αισθητικά ζητήματα, σαν πιάσει κανείς ν' αναρωτιέται. Το βλέμμα είναι όντως βλοσυρό ή κουρασμένο; Αν δεν είσαι προκατειλημμένος, τούτο δεν είναι ζήτημα λυμένο και προ-απαντημένο, μα περισσότερο ζήτημα προς εξέταση και διάλογο. Τα ματογυάλια έχουν προστεθεί, ώστε να εντείνουν το αίσθημα της διπροσωπίας και της βλοσυρότητας ή, μήπως, ως ένδειξη κύρους και λογιότητας; Η θέση των χεριών είναι, όντως, αλληγορική ή αναπόφευκτη παρερμηνεία, μιας πρότασης χειροφιλήματος, από τα χειροφιλήματα εκείνα, τα οποία δεν εκλείπουν διόλου απ' τ' όρθόδοξο παπαδαριό κι αποτελούν ανατομική αγκύλωση των ιερωμένων; Η επιτηδευμένη γιγάντωση της ενδυμασίας, η οποία καταλαμβάνει το μεγαλύτερο μέρος του πίνακα, γίνηκε για να δείξει το μεγαλείο του ιεροεξεταστή ή μήπως, για να δείξει πως η προσωπικότητα του ανθρώπου, σχεδόν, εξαφανίζεται μέσα στον όγκο και τη βαρύτητα της ιεραρχικής του θέσης; ή κάτι άλλο; Τα υποδήματα, που μόλις φαίνονται και θέλουν τον καρδινάλιο σα μικρό παιδί, μέσα σε ρούχα που θα φοράει και του χρόνου, έχουν σκοπο να τον απομειώσουν ή τον θέλουν σχεδόν να ίπταται σε μια άλλη διάσταση, αντί να πατά στον κόσμο τούτο; Το μωσαϊκό, η πόρτα, η πλάγια θέση, η ασύμμετρη προοπτική; όλα τούτα είναι ζητήματα ήσσονα ή παίζουν το ρόλο τους, δομικό ή ερμηνευτικό ή άλλο; Θα μου πείτε, έκατσε ο έρμος ασκητής να πει δυο λέξεις επί της ουσίας κι έπιασες εσύ να διυλίσεις τον κώνωπα. Εκείνο, όμως, που θέλω να δείξω είναι πως σαν προχωρεί κανείς σε ερμηνείες ή μελετά ερμηνείες αλλωνών, πρέπει να βηματίζει ταπεινός και με μικρό καλάθι και να 'χει πάντα κατά νου, από ποια κρησάρα χώρεσαν τούτες οι ερμηνείες κι αν είναι οι μόνες.

Εκείνο, ωστόσο, που ο καλός Τελέβαντος αδυνατεί να επισημάνει - μάλλον γιατί, ως «αφελής» χριστιανός, δεν το καταλαβαίνει - είναι τα νοήματα που κρύβονται ανάμεσα στις γραμμές του κειμένου κι αποτελούν το αιώνιο καρκίνωμα των περισσότερων χριστιανικών κειμένων και φυλλάδων (άρα και της ψυχής;) : η έλλειψη στοιχειώδους ταπεινότητας, η κακεντρέχεια, η ειρωνία και η ορθόδοξη φιλοδοξία επί των ετερόδοξων. Ήθος, δηλαδή, που δεν αρμόζει σε θεράποντες της αγάπης, ούτε καν στους καντηλανάφτες. Στα χείλη του «φωτισμένου» πατέρα της Μονής, ο «εαυτός» γίνεται «εαυτούλης», ο εκπρόσωπος του Πάπα γίνεται «απεχθής», η διπλοπροσωπιία γίνεται «φριχτή» και, γενικά, νομίζει κανείς πως κουβεντιάζει, πάνω απ' την καγκελόπορτα, με την Κατίνα τη γειτόνισσα. Μικρότητα, μισαλλοδοξία, υπεροψία. Αλλά μην κολλούμε στις λεπτομέρειες. Εύκολα μπορεί κανείς να συνάγει τη γενικότερη εσάνς του κειμένου, δίχως να κάνει φιλολογική ανάλυση. Θα λάβω, λοιπόν, την πρωτοβουλία και το θάρρος - κι ας είμαι κατά πράξη άθεος - να αναδιατυπώσω το κείμενο, ωσάν γραμμένο από άνθρωπο, αληθινόνε χριστιανόνε κι όχι τέτοιονε μικρόψυχο ερημίτη :

« ... »

Χαρακτηριστικά του "Μεγάλου Ιεροεξεταστή" :

Το εξεταστικό του ύφος, το ανέκφραστο βλέμμα, η σκοτεινή όψη ενός ανθρώπου, ο οποίος, τσακισμένος στα δύο, ανάμεσα στην κοσμική εξουσία και τον πνευματικό του ρόλο, βυθίζεται σε μια καχυποψία ολοένα και πιο άτεγκτη. Αφήνοντας εαυτόν στο απυρόβλητο; Πώς μπορεί να γνωρίζει κανείς; Το βλέμμα δεν είναι βλέμμα ανθρώπου ευτυχισμένου, ούτε καν ανθρώπου επηρμένου ∙ είναι το βλέμμα ενός κουρασμένου κι ίσως ενός βασανισμένου. Ακόμα κι έτσι, ωστόσο, πρώτος ο αναμάρτητος ας σκύψει να σηκώσει λίθο.

Κοιτάζει ο εκπρόσωπος του Πάπα Ιεροεξεταστής τον κόσμο, μέσα από τα ομματογυάλια του κι είναι τούτο σαν αλληγορία μιας εμπαθούς προκαταλήψεως. Πίστευει ο έρημος, μέσα στην αυταπάτη του, πως υπηρετεί τον άνθρωπο, όταν από χρόνια έχει ξεχάσει τον ίδιο το Θεό. Χαμένος, σα μικρό παιδί, μέσα στο μεγαλόσχημο ράσο του, μοιάζει περισσότερο να ζητά κι ο ίδιος βοήθεια και οδηγία.

Οι δύο διαφορετικές "εκφράσεις" καθεκάστου των χεριών του, φανερώνουν τον αμφίσημο ρόλο του: το ένα του χέρι χαλαρό, προσκαλώντας τον πιστό στην ταπείνωση, απέναντι στην ιερότητα, που θαρρεί ότι εκφράζει ∙ και το άλλο του χέρι σφιχτό, δηλώνοντας την ετοιμότητά του να επιβάλλει το γράμμα της "αλαθήτου" κρίσεως, σε όσους παραμένουν ασυμμόρφωτοι στο όραμα εκείνο, που 'χει στ' αλήθεια, από καιρό ξεστρατίσει.

Ο Μεγάλος Ιεροεξεταστής προκαλεί περισσότερο μιαν αυθόρμητη συμπόνια, σαν απέναντι σε αδελφό που χάθηκε κάποτε στο δρόμο, παρά την απέχθεια και την αποστροφή. Πώς αλλιώς; μια καρδιά που αγαπά - και μόνο εκείνη - συμπονεί βαθιά κι αναγνωρίζει το τραγικό πεπρωμένο κάθε ψυχής, που ξεγελάστηκε χυδαία, απαντώντας καταφατικά στους τρεις πειρασμούς της ερήμου.

« ... »

Θα μπορούσε, φυσικά, να το γράψει κανείς πολύ καλύτερα, μα θαρρώ το νόημα των λόγων μου γίνηκε καταπώς διακριτό κι αποκαλύφθηκε, σε κάποιο βαθμό, η πλατιά δυνατότητα ουσιαστικής εμβάθυνσης του κειμένου. Η ψευδο-χριστιανικότητα μιας (καθυ)στερημένης και μικρόψυχης καρδιάς είναι ασύγκριτα πιο επικίνδυνη και διαβρωτική, από την κραυγαλέα ιεροεξεταστική απειλή. Γιατί είναι μουλωχτή και γεμάτη φαρμάκι.

Υστερόγραφο

Αν είναι να παραμείνουμε ωστόσο στο αρχικό κείμενο, οφείλουμε να παρατηρήσουμε το άδικο της οποιασδήποτε σύγκρισης του φαρισαίου ιεροεξεταστή, που πλάθει ο Σταυροβουνιώτης μοναχός, με τον ιεροεξεταστή του Ντοστογιέβσκη - υπονοούμενο που αφήνει ο Τελέβαντος. Ο φαρισαίος της φτηνο-φυλλάδας είναι ένα πρόσωπο επιφανειακό και χάρτινο, όπως οι ήρωες των κόμικς και του κινηματογράφου. Δεν έχει κίνητρα, ψυχισμό, αντιθέσεις, δεν είναι διαδρομή, παρά σημείο. Τούτη η απογύμνωση συμφέρει τα μάλα τον πονηρούλη μοναχό, καθώς μπορεί ευκολότερα να δικάσει και ν' αποκαθηλώσει ένα σκιάχτρο, ένα ομοίωμα, απ' τον αληθινό τον άνθρωπο - ο οποίος, ούτως ή άλλως, διαφεύγει.

Ο ιεροεξεταστής - από την άλλη - του Ιβάν, είναι κάτι περισσότερο από ένας απλός φαρισαίος, ένας τυφλός δηλαδή απολογητής του Νόμου ή πεζός συμφεροντολόγος. Είναι κάτι περισσότερο κι απ' το ζωγραφιστό Φερνάνδο. Ο Καρδινάλιος του Θεοτοκόπουλου, πιθανότατα στα πρώτα -ήντα του, δεν είναι ακόμη γέρος, μ' άνθρωπος σχετικά γερός. Μ' άλλα λόγια, άνθρωπος που δεν έχει παραιτηθεί ακόμη απ' τον έρωτα, ως κινητήρια δύναμη. Όχι απαραίτητα τον έρωτα της γυναικός, αλλά τον έρωτα ως ικμάδα ψυχής κι ως φλόγα ζώσα νου και καρδιάς. Στην ηλικία αυτή, ο άνθρωπος γυρεύει ακόμη τη θέση του, αναμεταξύ των ανθρώπων. Δεν έχει παραιτηθεί απ' τον ετεροπροσδιορισμό, άρα δεν έχει ακόμη αποκληρώσει τον άλλο, ως πρόσωπο. Η ελπίδα μιας κάποιας κοινωνίας, στην ηλικία αυτή, αντιστέκεται ακόμα. Ο ιεροεξεταστής του Δομήνικου, δύσκολα θα οδηγούσε το Θεάνθρωπο στην πυρά, τόσο γρήγορα κι αλόγιστα, την επομένη δηλαδή της εμφάνισής του. Στην ηλικία τούτη, ο άνθρωπος έχει ακόμη τη χάρη και τη χαρά της έκπληξης. Πιθανότατα θα δοκίμαζε να «προσυλητίσει» το Χριστό, στην κοσμική αυτοκρατορία του Βατικανού, με τη βοήθεια των τετριμμένων πειρασμών. Ακόμα πιθανότερο, θα προσπαθούσε να τον χρησιμοποιήσει προς όφελος του παπισμού, παρουσιάζοντάς τον σαν υπέρμαχο και καθευλογητή. Ναι, μάλλον, τούτη η εκμετάλλευση θα ταίριαζε περισσότερο στην ποιότητα ενός εξουσιαστή, που η προσωπικές τους πίστεις δεν έχουν σημασία, μόνον η αποτελεσματικότητα των μέσων του.

Μα ο γέροντας του Ιβάν, κοντά ενενήντα, αφυδατωμένος και σκεβρός, έχει παραιτηθεί από κάθε μεταφυσική (δηλαδή, από κάθε έρωτα). Η ματιά του έχει απολιθώσει τα νοήματα σε απαντήσεις, δε βλέπει γύρω του ανθρώπους αληθινούς και ζωντανά πρόσωπα, μόνο σκοπούς. Η αγάπη του για τον άνθρωπο, έστω και παρανοημένη μα κάποτε κραταιή, έχει πια απομείνει σκιά του εαυτού της. Περισσότερο ένας απόηχος από μια ολόκερη ζωή πίσω. Περισσότερο μια συνήθεια, που κανείς δε θυμάται τις απαρχές και την αιτία της, μα παρέμεινε συνήθεια και τύπος. Όχι γιατί κάποτε απαντήθηκε, όπως νομίζει ο γέροντας κριτής, από τους πειρασμούς του εξαποδώ, μα γιατί κάποτε η αναζήτηση έγινε πιότερο βασανιστική απ' το ερώτημα. Και γιατί στα ενενήντα του κανείς πλέον δεν ψάχνει απαντήσεις, μπροστά στον τρόμο του πανδαμάτορα χρόνου. Το μόνο που 'χει απομείνει σταθερό, στην παραιτημένη ψυχή, στερημένη απ' την ικανότητα να μπολιαστεί και να βλαστήσει, είναι η ανάγκη να επιβεβαιώνει διαρκώς το κεκτημένο της, ακόμα κι αν ετούτο δεν είναι άλλο απ' την ήττα. Ο ιεροεξεταστής του Ιβάν είναι ένας άνθρωπος βασανισμένος και αποδιωγμένος, από τον ίδιο του τον εαυτό. Η αλαζονεία του δεν είναι πια φιλοδοξία, μα ύστατη κραυγή μη τον προλάβει ο χρονος γυμνό, από απάντηση. Κι όμως, δε συνιστά η αγάπη απάντηση, μάλιστα την υπέρτατη απάντηση, που μπορεί κανείς να δώσει; Δεν έχει πια σημασία. Αρκεί που τα πράγματα λειτουργούν ρολόι και με βάση το ρολόι. Τα υπόλοιπα είναι χαμένος χρόνος κι εφηβικές εξιδανικεύσεις.

Τι σχέση έχουν όλα ετούτα που, έστω και παράφωνα διατυπωμένα, υποδεικνύουν μια συγκρουσιακή βαθύτητα, με την τσάμπα κλάψα και την άψυχη καρικατούρα του Σταυροβουνιώτη μοναχού; Φυσικά, καμία! Είναι κρίμα βαθύ, η φαρμακερή φτήνια να εκθειάζεται για ποιότητα, έναντι της αγαπητικής απλότητας. Ερήμην της οποίας προχωρά, φυσικά, το ευρύ μέτωπο της χριστιανικής λαίλαπας.

Κυριακή 20 Ιανουαρίου 2019

Γιατί να (μην) διαβάζουμε Απόστολο Παύλο [ Μέρος 4ο ]

Αισίως, φτάσαμε στο ΙΒ΄. Αν κρύβει κάποια σημασία, το κεφάλαιο αυτό, τότε την κρύβει επιμελώς. Ή - για να μη γίνομαι πικρόχολος - μπορεί να μην την κρύβει απ' τον πιστό, μα την κρύβει καλά από τον αδογμάτιστο ερευνητή. Γιατί στον τελευταίο, όλα τούτα που εξετάζονται 'δω μέσα, του είναι παντελώς ανιαρά και αδιάφορα. Από το στίχο 12 κι εξής, η φλυαρία χτυπάει κόκκινο. Θα έλεγε κανείς, πως ο βασανισμένος Απόστολος ξέχασε ότι γράφει επιστολές θεόπνευστες κι έπιασε την έκθεση ιδεών και το προσωπικό του blog. Δεν του αρκεί να ξεδιπλώσει τις μεταφορές του άπαξ, μα τις φαντασιώνεται σ' όλες τις δυνατές παραλλαγές : ό,τι λέγεται για το πόδι, πρέπει να ειπωθεί ξανά και για τ' αυτί και για το μάτι και για την κύστη κόκκυγος. Ο πρωκτός, παραδόξως πώς, δεν απαντάται συχνά στα αποστολικά κείμενα, παρότι του Θεού και τούτος. Ας τελειώνουμε εδώ, ωστόσο, με ό,τι ανούσιο κι ας προχωρήσουμε, επιτέλους, στο πιο όμορφο (και μοναδικό) κομμάτι, αυτής της - κατά τ' άλλα - αδιάφορης επιστολής.

Ο ύμνος της αγάπης

Το έχω τονίσει εξαρχής, ότι παρότι προκατειλημμένος, είμαι αρκούντως καλοπροαίρετος. Γι' αυτό και κοντοστάθηκα αμήχανος, φτάνοντας στο ΙΓ΄, του οποίου μόνο ψήγματα είχα στο νου κι αυτά, δανεισμένα από τη υποβλητική απόδοση του Zbigniew Preisner. Οφείλω να ομολογήσω, πως πρόκειται για ένα πραγματικά υπέροχο ξέσπασμα, το οποίο στέκεται φαινομενικά παράταιρο με τη φλυαρία που το πλαισιώνει. Η αντίθεση ετούτη το κάμει να φαίνεται ομορφότερο. Ως ξένο σώμα, η μικρή αυτή όαση ακτινοβολεί με τη δύναμη χιλιάδων άστρων, μέσα στο σκότος της προηγούμενης μαλάκυνσης. Ο λόγος ρευστός και αβίαστος, ρυάκι σμιλεμένο στα μεριά των βράχων, δροσίζει και ξεδιψάζει την κουρασμένη ψυχή. Λόγος μεστός και πυκνός, σαν καρπός που 'χει απορροφήσει όλους τους χυμούς της γης, στερεώνοντάς τους σε σάρκα νόστιμη και ζωογόνο. Ο ύμνος της αγάπης δίνει την εντύπωση πως έχει δουλευτεί ξέχωρα, σε κάποια στιγμή αληθινής έμπνευσης, κι εισχώρησε στην επιστολή με την πρώτη ευκαιρία, αλλά βεβιασμένα. Στην πραγματικότητα, δεν υπήρχε χώρος για τούτο το διαμάντι, σ' αυτό το αφόρητα χαμηλού επιπέδου κείμενο που απευθύνεται στους Κορινθίους.

Οι μεταφορές αφήνονται λιτές και άμεσες, δίχως ανούσιες επαναλήψεις και υπερβολές. Η επανάληψη, όποτε εφαρμόζεται, άλλοτε επιτείνει το νόημα, ως τυπικό τέχνασμα της γραφής, κι άλλοτε αγγίζει την καθαρότητα της δημοτικής ποίησης. Εκείνο το «ότε ήμην νήπιος, ως νήπιος ελάλουν, ως νήπιος εφρόνουν, ως νήπιος ελογιζόμην» είναι λόγος με εσωτερικό μέτρο και ρυθμό κι η επανάληψη είναι κατασκευασμένη, κατά μέγιστη οικονομία. Με άλλα λόγια, ένα μικρό ποίημα. Η δε κατακλείδα «νυνί δε μένει πίστις, ελπίς, αγάπη, τα τρία ταύτα ∙ μείζων δε τούτων η αγάπη» καταπέφτει στην ψυχή, με τη βαρύτητα συμπυκνωμένων ήλιων, μα συνάμα την άμεση γλυκύτητα του ανθρώπου που προσφέρει ένα ποτήρι νερό. Άπιστος όντας κι ωστόσο η καρδιά μου τήκεται, γλιστρώντας απ' τη μια λέξη στην άλλη. Ο νους ηρεμεί, νιώθει για μια στιγμή ασφαλής. Γίνεται ξανά το παιδί που δεν έπαψε ποτέ να κρύβεται πίσω απ' την ενήλικη οχυρωσιά, μα σήμερα πια κουρασμένο απ' τη ζωή. Ζητά, σε τούτη την επιστροφή, να ξαποστάσει μια φορά, σαν πρώτα, στη θαλπωρή μιας αγκαλιάς οικείας και ατελεύτητης.

Η μικρή αυτή εξαίρεση, σε προκαλεί ν' αναρωτηθείς βαθύτερα, για το ποιος είναι ο αληθινός Παύλος, ίσως να γίνεις δικαιότερος. Ψυχή, προφανώς βασανισμένη από μυριάδες αντιθέσεις, μοιάζει να κρύβει εντός της μιαν αγαπητική ποιότητα, την οποία ωστόσο αδυνατεί να εκφράσει άμεσα και σ' όλο της το μεγαλείο. Τα προσωπικά συμπλέγματα και, πιθανότατα, οι περιορισμοί της εποχής, εμποδίζουν τον Απόστολο απ' το ν' αποδώσει ή ακόμη και να κατανοήσει εκείνο, απ' το οποίο μόνο σύντομες ματιές καταφέρνει να ξεκλέψει. Στην καρδιά του Παύλου - γίνεται φανερό από πολλές ενδείξεις - έχει ριζώσει το παράξενο τούτο βλαστάρι, που ακόμη και σήμερα αφηρημένα αποκαλούμε αγάπη. Ένα βλαστάρι με ικανότητα αστέρευτης κάρπισης. Κάρπισης λανθάνουσας μεν, μα υπαρκτής και πανίσχυρης δε. Στην προσπάθεια να φροντίσει τούτον τον τρυφερό ακόμα μίσχο, ο Απόστολος σκοντάφτει διαρκώς, παραπατά και τραυματίζει. Δεν είναι, όμως, εύκολο να τον καταδικάσει κανείς - παρά μόνον ίσως με πολιτικά ή φιλοσοφικά κριτήρια. Παλεύει με όποιον τρόπο, μπορεί να συλλάβει. Αστοχεί και καταστρέφει, ξανά και ξανά, μα παλεύει με πρόθεση καλή. Θα μου πείτε, τώρα, ο δρόμος προς την Κόλαση είναι στρωμένος με τις καλύτερες προθέσεις κι ίσως να 'χετε δίκιο. Αλλά θα πρέπει να παραδεχτούμε ότι αυτή η νοσηρότητα - να καταστρέφει προτού κατανοήσει - είναι κομμάτι του ανθρώπου. Όπως κι η γιατρειά της. Γι' αυτό, όταν λέω και κρίνω το Απόστολο Παύλο ως ανεπαρκή, δε γίνεται από κακεντρέχεια ή σαρκασμό, μ' από τούτη την απλή διαπίστωση : αν αποδεχτούμε το αγαπητικό μήνυμα του Χριστιανισμού ως αληθές, είναι φορτίο πραγματικά ασήκωτο, όχι μόνο για τον Παύλο ή τον Κώστα, μα για οποιονδήποτε άνθρωπο ξεχωριστά. Για το λόγο ετούτο, πρέπει να κατανοήσουμε ότι η αγάπη είναι γραφτό της και πρέπει να σηκωθεί, απ' όλους τους ανθρώπους μαζί κι όχι απ' τον καθένα χώρια - ακόμα κι αν ετούτο ήταν δυνατό. Η Αγάπη είναι κληρονομιά ολονών κι η ευθύνη, σε όλους μοιρασμένη εξίσου. Και δε δύναται κανείς, μονάχος του, οσοδήποτε αγαθός, να την αποδώσει στο ακέραιο.

Τούτων των σύκων λεχθέντων, ωστόσο, να πιάσουμε τώρα και τη σκάφη. Παρόλα τα ωραία και τις γλυκιές ανατριχίλες, πάμε τώρα να δούμε τι μας λέει, τελικά, για την αγάπη, ο ύμνος αυτός. Πάμε, δηλαδή, να εξετάσουμε τι μαθαίνουμε, τελικά, για την αγάπη - που να μην είναι λυρισμός και ποιητικό ύφος, μα γνώση και ουσία. Ξαναδιαβάζω το κείμενο μ' εφόδιο ετουτη τη νέα διάθεση, δηλαδή τη διάθεση της γνώσης. Παραδόξως, η λήξη της ανάγνωσης με αφήνει στην ίδια αμάθεια με την αφετηρία της. Και όμως! Ετούτος ο ύμνος προς την αγάπη, στην πραγματικότητα δε λέει για την αγάπη, απολύτως τίποτα! Όσο απίστευτο κι αν ακούγεται, το πλέον εξαιρετικό δείγμα της επιστολικής γραφής, δεν είναι παρά ένα εντυπωσιακό στολίδι, μετέωρο από ουσιαστικό νόημα. Ναι, είναι αληθές, ότι πρόκειται για δύσκολη σύλληψη, ετούτη η χριστιανική αγάπη. Συχνά, είναι καταδικασμένη να παραμένει αόριστη κι αφηρημένη, όπως οποιαδήποτε σύνθετη έννοια : ζωή, αρετή, ισότητα, κ.ο.κ. Δεν υπάρχουν για τα πάντα ορισμοί, τουλάχιστον, παγιωμένοι σε λέξεις. Μερικά μονοπάτια γίνονται τόσο κακοτράχαλα για το λόγο, ώστε η αοριστία είναι αναπόφευκτη. Στην περίπτωση αυτή, είναι χρεία πρόσθετων μέσων, άλλων ήσσονων (όπως οι μεταφορές και οι αλληγορίες), άλλοτε μείζονων (όπως οι πράξεις). Η χριστιανική πράξη είναι το αναπόσπαστο, έτερον ήμισυ του χριστιανικού λόγου. Είναι ο χώρος και ο χρόνος, όπου ο χριστιανικός λόγος στερεώνεται, υλοποιείται και μορφώνεται, όπου το άρρητο αποκαλύπτεται δίχως της μεσολάβηση του ρητού. Είναι, να το πούμε χριστιανικότερα, η ενανθρώπηση του πνεύματος.

Η επιστολή ως επιστολή, δηλαδή ως γραπτός περιορισμός, δε μπορεί να διαφύγει της ασάφειας, σε κάτι τόσο πλατύ και βαθύ. Όταν προσπαθεί να προσεγγίσει την αγάπη ευθέως, πέφτει αναπόφευκτα στις παγίδες της επιρρηματικής ή άλλης αοριστολογίας : πάντα, πάσα, ουδέν, το τέλειον, το εκ μέρους. Όταν το επιχειρεί πλαγίως, η αποστολική γραφή γίνεται τιμιότερη : προσεγγίζει την αγάπη κατ' έλλειψη, δηλαδή ως εκείνο που η αγάπη δε μπορεί να είναι. «Η αγάπη ου ζηλοί, ου περπερεύεται, ου φυσιούται, ουκ ασχημονεί, ου ζητεί τα εαυτής, ου παροξύνεται, ου λογίζεται το κακόν, ου χαίρει επί τη αδικία» γράφει άριστα ο Απόστολος Παύλος, προσφέροντας πολύ πιο εύστοχες οδηγίες προς ναυτιλομένους, από τ' αφηρημένα «πάντα στέγει, πάντα πιστεύει, πάντα ελπίζει, πάντα υπομένει». Η κατάληξη, παρόλα αυτά, της άσκοπης ή άστοχης χρήσης του λόγου, οδηγεί εν τέλει σε μια μικρή απογοήτευση και ήττα : απομένουμε στην κατακλείδα εκστατικοί, ν' ανατριχιάζουμε για κάτι μείζον, δίχως να έχουμε αντιληφθεί καλά-καλά περί τίνος πρόκειται. Σ' αυτές τις αμέλειες είναι, ούτως ή άλλως, που βρίσκει εύφορο έδαφος και ριζώνει όλος εκείνος, ο νοσηρός λαϊκισμός της χριστιανικής (όσο κι οποιασδήποτε) θρησκείας, όπου μπορεί ο καθένας να δακρύζει από θεία κατάνυξη, κάνοντας το σταυρό με το δεξί, όσο τ' αριστερό του στάζει ακόμη αίμα.

Σκέφτηκα να πιάσω να κάνω συγκριτική αγαπητολογία. Να βρω, δηλαδή, ποιοι άλλοι μιλήσανε για την αγάπη ή κάτι παρόμοιο, γιατί ήμουν αόριστα πεπεισμένος μέσα στην ημιμάθειά μου, ότι έχω διαβάσει πολύ πιο μεστά κείμενα, πάνω στο θέμα. Δύσκολη δουλειά και δε γράφω διατριβή. Με κέρδισε η οκνηρία, όμως κι εγώ χαμένος δε βγήκα. Αντι να χαθώ στη φιλοσοφική επικράτεια, γυρεύοντας βελόνα στ' άχυρα, ανέτρεξα σε ό,τι πιο λαϊκό μπορούσα ν' ανατρέξω. Αν με το ελάχιστο, καταφέρω να αποδείξω το ζητούμενο, τότε δε χρειάζεται να θριαμβεύσω καθ' υπερβολή. Βρήκα τον τέλειο σύμμαχο, σε δυο αγαπημένους σύντροφους της εφηβείας : στην «Αγάπη» του Λέο Μπουσκάλια και στην ομώνυμη συλλογή των εκδόσεων Μπουκουμάνη. Αρκεί ένα απλό ξεφύλλισμα. Μέσα σε λίγες αράδες, μαθαίνει κανείς για την αγάπη, πράγματα ασύγκριτα περισσότερα και ουσιαστικότερα, από την Παυλιανή φλυαρία. Μείζον δε τούτων το εξής : η αγάπη δεν είναι δώρο (του Θεού ή άλλου), είναι στίβος και αγώνισμα. Δεν υπάρχει η παραμικρότερη ένδειξη, στο αποστολικό συνονθύλευμα, ετούτης της λαμπρής (μα όχι αυτονόητης) αλήθειας : η αγάπη συνιστά μαθητεία και δρόμο ζωής, όχι μασημένη τροφή και αποκάλυψη. Η αγάπη δε χαρίζεται, παρά κερδίζεται. Έχει τις ελεύθερες μεθόδους της, μα δεν έχει ορισμούς και αυστηρούς κανονισμούς. Η αγάπη γεννιέται απ' την τριβή με τους ανθρώπους (κι όχι μόνο), μέσα στα οργώματα και τις χαρακωσιές της ζωής. Δεν μας χαρίζεται απ' το επέκεινα. Αναδύεται μέσα απ' τις σχέσεις των υπαρκτών, ριζώνει μέσα στις σχέσεις των υπαρκτών, εκδηλώνεται κι ανθίζει πάνω τους. Αν η αγάπη πήγαζε απ' οπουδήποτε αλλού, εκτός του κόσμου τούτου, θα 'τανε γράμμα κενό και κανονιστική διάταξη, πλάσμα τ' ονείρου, δίχως σκελετό και σάρκα. Η αγάπη δεν είναι, ούτε καν, το κέρδος από τη μαθητεία ή το επιστέγασμα ή τ' αποτέλεσμά της : είναι η μαθητεία καθαυτή, η αδάμαστη και ατελεύτητη επιμονή. Τι μας λέει ο ύμνος της αγάπης για όλα τα θαυμαστά ετούτα; Κάτι λίγα ψελλίσματα κι έπειτα το μηδέν.

Θ' αντίλεγε κανείς : μα πόσα να χωρέσουν, λοιπόν, μέσα σε δεκατρείς στίχους; Δυστυχώς, ο Παύλος είχε μια ολόκληρη επιστολή στη διάθεσή του κι άφησε την αγάπη, έρμαια τον περιθωρίων. Μια ολόκληρη επιστολή μαλάκυνσης και ασυναρτησίας, όπου ο αλλοπρόσαλος απόστολος προτιμά ν' αφιερώσει δεκαέξι ολόκληρους στίχους, αν θα προσεύχονται οι γυναίκες με μαντήλα ή χωρίς, και είκοσι-εφτά στην αφεντομουτσουνάρα του, αλλά του περισσέψανε μονάχα δεκατρείς, για εκείνη τη ρημάδα και μείζονα αγάπη. Καθένας είναι άξιος της μοίρας του, μα της αγάπης ... ε τούτης, της άξιζε κάτι καλύτερο απ' τον Παύλο.

Τελευταία Κεφάλαια κι επίλογος

Τα κεφάλαια, που ακολουθούν, δεν έχουν τίποτε περισσότερο να μας προσφέρουν, από εκείνα που προηγήθηκαν. Τα περισσότερα τα 'χουμε συζητήσει ήδη, τουλάχιστον όσο μου έκοβαν νους και καρδιά. Στη συνέχεια, σε κάποιο βαθμό και αναπόφευκτα, θα επαναληφθώ. Θα το προσπαθήσω, κατά μέγιστη δυνατή οικονομία. Παραθέτω λοιπόν μικρά, αποσπασματικά σημειώματα. Στο ΙΔ΄ και στίχο 34-35, ο δογματικός μισογυνισμός επανέρχεται, ετούτη τη φορά, δίχως την παραμικρή, εξωραϊστική επίφαση : « ... αι γυναίκες υμών εν ταις εκκλησίαις σιγάτωσαν ... αλλ' υποτάσσεσθαι, καθώς και ο νόμος λέγει ... αισχρόν γαρ εστί γυναιξίν εν εκκλησία λαλείν». Η υπομονή, όμως, έχει και τα όριά της. «Άμε και στο διάολο, επιτέλους!» λέμε εμείς σήμερα και δίχως το παραμικρό ίχνος ντροπής, απέναντι στην αποστολική βαρβατίλα! Το θέμα θεωρείται λήξαν. Είναι μάταιο να κάτσει κανείς να εξηγήσει εκείνο, που στην εποχή μας θα 'πρεπε να θεωρείται αυτονόητο.

Παρακάτω, Κεφάλαιο ΙΕ΄ και στίχος 14, παρατηρούμε μία ακόμη αδυναμία της χριστιανικής συλλογιστικής : «ει δε Χριστός ουκ εγήγερται, κενόν άρα το κήρυγμα ημών, κενή δε και η πίστις υμών». Το πρόβλημα, που θέλω να θίξω εδώ, δεν είναι εκείνο της δογματικής φύσης. Καθένας έχει δικαίωμα στα δόγματα και τ' αξιώματά του. Και της Γεωμετρίας τα αξιώματα, σαν καταρρεύσουν, καταρρέει κι ολάκερο το οικοδόμημά της. Όμως, εδώ στέκει η διαφορά : το «κήρυγμα» της Γεωμετρίας ουδέποτε απομένει «κενόν», ακόμα και μετά την όποια κατάρρευση. Τουναντίον, η ακύρωση σε τούτη την περίπτωση είναι καθόλα εύφορη και γονιμοποιούσα. Το γεωμετρικό οικοδόμημα μένει για λίγο μετέωρο, όχι όμως σα φάντασμα, αλλά σαν ικανότητα που κατακτήθηκε, σαν λογισμός και κατάσταση του νου, σα δέσμευση που υλοποιήθηκε μα συνεχίζει να επιτελεί το ρόλο της, μετουσιωμένη σε καλλιέργεια και ήθος. Ο χριστιανός λέει όχι! Άμα του ακυρώσεις την Ανάσταση, προτιμά να τα τινάξει όλα στον αέρα! Δεν του απομένει ούτε η αγάπη, ούτε η αυτοθυσία, ούτε το παραμικρό, από τα πυροτεχνήματα και τα μεγάλα λόγια. Ο Χριστιανισμός καταντάει έτσι βαθιά απελπισία και μηδενισμός, αποδεικνύοντας ότι, τελικά, ουδέποτε νίκησε αληθινά αυτά τα δύο, παρά τα κουκούλωσε, όσο πιο πρόχειρα μπορούσε, κάτω από τη φαινομενική ελπίδα του όποτε να 'ναι. Ετούτη η ζωογόνος κι ελπιδοφόρα θρησκεία απομένει γίγαντας με εύθραυστα ποδάρια και κύμβαλον αλαλάζον. Η ελπίδα της είναι αντεστραμμένη απελπισία. Το κήρυγμα της Αναστάσεως καταντά ξεραμένο κουκούλι, έτοιμο να υποχωρήσει στην πρώτη πίεση τ' ανέμου - ή το χάδι. Καμία πυκνότητα, καμία συνοχή, καμία ενοποιός δύναμη, πέραν απ' το αποκαλυπτικό σκοτάδι. Κι όμως, η αγάπη υπάρχει. Κι επιμένει, παρόλα αυτά, σε πείσμα του τυφλού δογματισμού και της στείρας αποκάλυψης.

Ακόμη πιο κάτω, οι στίχοι 29-34 τιτλοφορούνται «Η συμπεριφορά των Αποστόλων και των πιστών απόδειξις της αναστάσεως των νεκρών». Μη φλυαρήσω περισσότερο. Ετούτη η κραυγαλέα λήψη του ζητουμένου, πλασάρεται ως απόδειξη. Καθρεφτάκια για τους αφελείς. Η ανάσταση των νεκρών δικαιώνει τις πράξεις των Αποστόλων και οι πράξεις των Αποστόλων δικαιώνουν την ανάσταση των νεκρών, κυκλοτερά, στο μουχλιασμένο φαύλο κύκλο τους. Τρικυμία εν κρανίω και ψυχικός μαρασμός. Δεν είναι δέον ωστόσο - όπως προείπαμε κάπου - να επιχειρηματολογεί ο ... Παύλος, εκείνος ακριβώς που πρώτος καταρρίπτει την επιχειρηματολογία ή με άλλα λόγια τη ρητορική και τη σοφία των εθνικών. Δεν είναι σοφρωσύνη να παίζεις μπαλίτσα εκτός έδρας και μάλιστα με ξένη μπάλα, γιατί θα κατατροπωθείς και θα γίνεις περίγελως. Άμα πιάσει ο χριστιανός να μιλά για αποδείξεις, μαύρο το φίδι που τον έφαγε, έτσι αμάθητος που είναι από λογική σύνταξη και αυτο-συνέπεια! Που πας γατάκι, έτσι ξυπόλητο στ' αγκάθια; Ο πιστός, καλά θα κάνει να περιοριστεί στη γλώσσα εκείνη που καλά μιλά και καλά καταλαβαίνει : την αποκάλυψη, το δόγμα και τα ιουδαϊκά ετοιματζίδικα.

Το τελευταίο Κεφάλαιο, είναι το ανάλογο του «sincerly yours» και του «looking forward meeting you». Οι τελευταίοι αδιάφοροι χαιρετισμοί και τα λοιπά. Κερδίσαμε κάτι, από ετούτο το φλύαρο ταξίδι μας, πέρα δηλαδή απ' τη χαρά του ταξιδιού και της γραφής; Σίγουρα μήτε γνώση, μήτε πίστη, μήτε αγάπη. Ίσως μια-κάποια γνώση αντι-γνώσης και των καλειδοσκοπικών της εκφάνσεων. Ίσως, ακόμα, λίγο πολύτιμο χρόνο, κερδισμένο απ' τη ζωή μας, αποφεύγοντας στο μέλλον - όπως ο διάολος το λιβάνι - ν' ασχοληθούμε, ξανά, με οτιδήποτε αποστολικό - πέραν ίσως σημείων, καθ' υπόδειξη. Στα πλαίσια μιας μικρής υποχώρησης, κερδίσαμε και κάτι ακόμα : εξαντλήσαμε εκείνο που μπορούσε να εκμαιευτεί, από εμάς μονάχους και με κάθε τιμιότητα. Αν απομένει κάτι περισσότερο να ειπωθεί - θεολογικό ή ουσιαστικό - είμαστε πλέον έτοιμοι να το συζητήσουμε ή να το κατανοήσουμε, ξεκινώντας ένα σκαλί πιο πάνω από τ' απόλυτο μηδέν, όπου βρισκόμασταν προτού ξεκινήσουμε, το μικρόν αυτό περίπατο. Και κάτι ακόμα : αποφύγετε, πάση θυσία, την ερμηνευτική σαβούρα του Τρεμπέλα! Ο άνθρωπος είναι εμετικός, όσο κι επικίνδυνος. Πολλά πράγματα παρεξήγησα, όποτε έπιανα από κεκτημένη ταχύτητα να συμπερασματολογήσω, πάνω στο δικό του κείμενο, αντί του πρωτοτύπου. Ο Τρεμπέλας εκτραχύνει κι ενίοτε εκτροχιάζει, παντελώς, το αποστολικό νόημα. Αν ο Παύλος φλυαρεί μία, ο Τρεμπέλας φλυαρεί εκατό και μία. Πιάνοντας κάθε αγαπητικό υπόλειμμα του Παύλου, το ξεπαστρεύει και τούτο, με τη φαλλοκρατία και τον κρετινισμό του.

Ώρα να φτάσω κι εγώ σε κάποιο τέλος. Αν, τώρα, έτυχε κανείς να τα τιμήσει όλα ετούτα - εκτός δηλαδή του γράφοντος - ζητώ, πραγματικά, συγγνώμη για την ανούσια φλυαρία και τον ευχαριστώ για την υπομονή του.

Κυριακή 13 Ιανουαρίου 2019

Γιατί να (μην) διαβάζουμε Απόστολο Παύλο [ Μέρος 3ο ]

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ζ΄

Να κατηγορήσει κανείς τον Παύλο για μισογυνισμό, είναι το πιο εύκολο πράγμα στον κόσμο. Είναι τόσο εύκολο, που δε θα μπούμε καν στον κόπο. Όπως βεβαίως είναι, εξίσου, εύκολο κανείς να τον υπερασπίσει - μάλιστα δίχως την παραμικρή βλάβη του θεόπνευστου. Άλλες εποχές, άλλα ήθη, το μήνυμα του Θεού ήταν χρεία να προσαρμοστεί, σ' εκείνο που μπορούσε ο κόσμος να κατανοήσει και τα λοιπά. Φυσικά, το τελευταίο είναι ασύδοτη ανοησία : έχουν περάσει δυο χιλιάδες χρόνια κι ακόμα δεν έχουμε, καλά-καλά, χωνέψει ούτε τη μπουκιά που χωρούσε στο στόμα μας. Ποιος ο λόγος, να μην ειπωθεί το μήνυμα έτσι ακριβώς ως έπρεπε, στην πληρότητά του; Στο κάτω-κάτω, ο θείος λόγος δεν ήταν προφανώς κληροδότημα μιας συγκεκριμένη ομάδας ή εποχής, παρά ολάκερης της ανθρωπότητας, σε πλάτος χώρου και μήκος χρόνου. Δεν υπήρχε ο παραμικρός λόγος, να τεμαχιστεί σε διαθήκες, προσθήκες ή άλλες θήκες για ευκολο-χώνεψη.

Τα κομπλεξικά περί γενετήσιας ορμής, τα 'παμε, τα κουβεντιάσαμε, να μην επαναλαμβανόμαστε. Λέει απλά, κάπου, ο Παύλος «θέλω γαρ πάντας ανθρώπους είναι ως και εμαυτόν». Όπως κάθε κομπλεξικός, κατά κανόνα, έτσι και τούτος καταλήγει να οραματίζεται έναν ολοκληρωτισμό : άλλος της αγαμίας, άλλος της φυλετικής καθαρότητας, τέλος πάντων, ούνα φάτσα, ούνα ράτσα. Μια παρατήρηση μονάχα. Στο στίχο 5, διαβάζουμε : «ίνα μη πειράζη υμάς ο σατανάς δια την ακρασίαν υμών». Τούτη η αστοχία δεν είναι ιδιαίτερη του Παύλου, είναι γενικότερη της χριστιανικής μωρολογίας. Φτιάνει ο άνθρωπος κάτι καλό; είναι με τη χάρη του Θεού. Φτιάνει ο άνθρωπος κάτι κακό; είναι με την κατάρα του Σατανά. Τελικά, τι φτιάνει μοναχός του ο άνθρωπος; Για ποιο πράγμα είναι, τελικά και πραγματικά, υπεύθυνος; Πού στην ευχή χωρά η ελευθερία βούλησης, σε όλα ετούτα, αν δηλαδή οι άνθρωποι παραδίδονται έρμαιοι στα κύματα μιας δύναμης ή άλλης; Εύκολα, θα μπορούσε ν' αντιτάξει κανείς, πως δεν υπάρχει αντίφαση : δεν είναι παρά ο άνθρωπος, εκείνος που παίρνει την τελική απόφαση. Η ευθύνη, καθαρά, δική του. Παρόλα αυτά, η λογική ετούτη λοιδορεί κι υποβιβάζει την ύπαρξη τ' ανθρώπου. Κενώνει την «ψυχή» του, απ' τη βαθύτερη φύση της, δηλαδή τη δημιουργία. Του καλού, του κακού, του οτιδήποτε. Όταν τα καλά και τα κακά έχουν προ-αποφασιστεί, δεν απομένει παρά το θεϊκό μενού κι ένα ισορροπημένο ορντέβρ. Ο άνθρωπος αποφασίζει δίχως επίγνωση, όπως στέκει κανείς μπροστά σε μια κινέζικη επιγραφή, κοιτάζοντας χωρίς να βλέπει. Όμως, η μόνη ηθική, που αξίζει σε πλάσματα δίχως επίγνωση, είναι η εξ' αποκαλύψεως. Η οποία, φυσικά, δεν είναι ηθική. Η τελευταία χτίζεται μέσα απ' τις αλληλεπιδράσεις των σχέσεων, αναγεννάται με κάθε συνείδηση και μαζί της χάνεται, περιμένοντας ν' ανακαλυφθεί εκ νέου. Είναι δημιούργημα κοινωνίας και όχι κοινωνίας δημιουργός. Τούτα είναι ψιλά γράμματα, για τους φοβισμένους κι ανεύθυνους ανθρωπάκους, που ζητούν στη ματιά ενός πατέρα επιβεβαίωση των πράξεων και άλλοθι για τις ζωές τους.

Μ' αυτά και με τ' άλλα, φτάνει κάποτε κανείς στο στίχο 21, όπου και βρίσκεται αντιμέτωπος με μία από τις εγκληματικότερες παραγωγές, της ανθρώπινης ανοησίας και περίτρανη απόδειξη, πως η αγαμία βαρά τον ασκούντα την στον εγκέφαλο.

«δούλος εκλήθης; μη σοι μελέτω∙ αλλ' ει και δύνασαι ελεύθερος γενέσθαι, μάλλον χρήσαι»

Τα του Καίσαρος Καίσαρι και τα του Θεού τω Θεώ, έλεγε κάποτε ο Ιησούς, χωρίζοντας τα κοσμικά από άλλα βασίλεια. Εδώ, όμως, ο Παύλος δεν αποστερεί, απλά, από τον άνθρωπο το πολιτικό στοιχείο, αλλά επιμένει με λύσσα να εξολοθρεύσει στα σωθικά τ' ανθρώπου, οτιδήποτε θυμίζει άνθρωπο κι ελάχιστο ίχνος αξιοπρέπειας. Όμως τα δώρα δε αντιδωρίζονται κι είναι ανοησία - αν όχι κι ασέβεια - να επιστρέψεις στο Θεό, την πιο λαμπρή του παρακαταθήκη : το αίσθημα της ελευθερίας και της αυτο-διαθέσης, τα οποία λυσσομανούν στον άνθρωπο, όμοια καθώς σε κάθε ύπαρξη. Η ιουδαϊκή καρδιά του Σαούλ, καίγεται να πατάξει καθετί ανυπάκουο, καθετί αμιγές κι ατόφιο. Ο κρυφο-μισανθρωπισμός του δεν ανέχεται οτιδήποτε εξακολουθεί να πάλλεται ανυπότακτο, μπροστά στο μασκαρεμένο τούτο θάνατο πρίν απ' το θάνατο, όπου εκτροχιάζεται η χριστιανική εσχατολογία.

Μα ο Απόστολος τα 'χει χαμένα. Με τούτα τα κοπρολογήματα καταλήγει ν' αντιφάσκει, αναφανδόν, κι αυτή την ίδια τη χριστιανική πράξη. Ο συνεπής Χριστιανός είναι καταδικασμένος να συγκροτείται πολιτικά. Πώς αλλιώς; Δεν αντιφάσκει (θετικά) εκείνος που αποδέχεται την ιδιότητα του δούλου - κατά Παύλο - μα θριαμβεύει μαρτυρώντας, αρνούμενος την αποκήρυξη της πίστης του; Ετούτοι οι «παλαβοί», που ξεχύνονται στον κόσμο συγκροτώντας νέες, αγαπητικές κοινότητες, που γίνονται περίγελως των εθνικών κι αργότερα συνωστίζονται στις κατακόμβες ή τις αρένες - συμφωνεί ή διαφωνεί, κανείς μαζί τους - ποιαν, από τις ιδιότητες του πολιτικού ανθρώπου, επιδεικνύουν λιγότερη; Καμία! Η χριστιανική κίνηση δεν είναι ακραιφνής ασκητισμός (κι ας υπάρχουν μερικοί Αντώνηδες, στα σωθικά της), μα είναι κίνηση μέσα στον κόσμο τούτο, όχι στον έσχατο, είναι διεκδίκηση τρόπου ζωής και στάση. Όσο κι αν δεν το παραδέχεται, η δράση του είναι αναπόφευκτα κοσμική κι ας παλεύει να ζωγραφίσει εγκόσμια παραθύρια στο επέκεινα. Ο χριστιανισμός είναι καταδικασμένος να είναι πολιτικός, όχι δια του εμετικού τρόπου, με τον οποίο παρασιτούσε στην βυζαντινή πορφύρα, αλλά με την επιμονή του - στις ελάχιστες περιπτώσεις, που δεν ήταν νοσηρός - να κρατήσει όρθιο και να υπερασπίσει τον ιδιαίτερο τρόπο κοινωνίας του, τις ιδιαίτερες υπαρκτικές του σχέσεις. Θες να το πεις ετούτο Αγάπη, θες να το πεις ξεμάτιασμα και καντηλάκι, δικαίωμά σου. Όμως, κανείς δούλος, που αποφασίζει να διεκδικήσει το δικαίωμά του, έστω στην προσευχή, δεν είναι πια δούλος. Εκών-άκων, μετουσιώνεται πλέον σε πρόσωπο πολιτικό. Κρατημένος σφιχτά απ' το Μεσσία του, ο χριστιανός παραδέχεται ότι υπάρχει - και θα υπάρχει πάντα - ένα τελευταίο όριο του κόσμου ετούτου, η πίστη του, απ' το οποίο δεν είναι διατεθειμένος να παραιτηθεί. Δεν πάει άλλο, ως εκεί ο δούλος! Απ' το σημείο τούτο, ξεκινά αναντίρρητα πια ο πολίτης. (Έτσι όπως τα γράφω εδώ, μου θυμίζω μάλλον κακομασημένο Camus).

Ν' αλαφρύνουμε λίγο το κλίμα. Πρώτος στην πίστη, πρώτος και στην πλάκα, ο χωρατατζής Απόστολος. Δε λέει να το βάλει κάτω, προκειμένου να μας δει χαρούμενους. Δεν είναι εύκολο να συγκρατήσει κανείς το γέλιο του, όταν ο Παύλος καμώνεται τον αμήχανο και ταπεινό : «Περί δε των παρθένων επιταγήν Κυρίου ουκ έχω, γνώμην δε δίδωμι ως ηλεημένος υπό Κυρίου πιστός είναι». Α μάλιστα. Δηλαδή, δεν έχει για όλα απάντηση ετοιμασμένη κι αναγκάζεται ν' αυτοσχεδιάσει, με μοναδικό του μπούσουλα την επιφοίτηση του Αγίου Πνεύματος. Της οποίας, φυσικά, μόνον ο Παύλος γίνεται μάρτυρας. Ποιο ειν' όμως το όριο εκείνο, το μεταίχμιο, όπου η επιταγή μεταμορφώνεται σε γνώμη και τούμπαλιν η τελευταία; Τις οίδε και δε μας λέει; Γιατί απ' όσα λέει, ποια να τα πάρουμε για επιταγές και ποια για γνώμες; Και γιατί τα μεν έτσι, τα δε αλλέως; Όταν ο λόγος καθαυτός δε χαρακτηρίζεται από κάποια εσωτερική συνέπεια και συγκροτείται από την ύλη των νεφών, το περιεχόμενό του δε συνιστά ούτε αποδεικτική, ούτε καν δεικτική - προς κάποια κατεύθυνση - διαδικασία. Ή μάλλον ψέμματα : όλοι οι δρόμοι οδηγούν στον Παύλο, ο οποίος είναι και το μοναδικό ενοποιητικό στοιχείο, αυτού του παραληρήματος. Ο «έλληνας» Ευκλείδης λέει «Από σημείο εκτός ευθείας μπορούμε να φέρουμε μοναδική παράλληλη» και ξεσηκώνει ένα πολιτισμό, που σαρώνει και θεμελιώνει την ανθρωπότητα απ' άκρη σ' άκρη, στην προσπάθεια να τον συνδράμει ή να του αντιτεθεί. Ο «εβραίος» Παύλος λέει «Από σημείο εκτός ευθείας μπορούμε να φέρουμε μοναδική παράλληλη, γιατί μου το 'πε ο Κύριος» ματαιώνοντας κάθε πολιτισμό και παύοντας την επικοινωνία. Καθώς η ζωή αναμετράται με το θάνατο, ο Παύλος φορτώνεται την κόσα του.

Η συνέχεια του Κεφαλαίου, ίσαμε το πέρας και του Ι΄ είναι - παρόλη την καλή διάθεση με την οποία προσπάθησα να επιμείνω - ένας ακατάσχετος χείμαρρος ασυναρτησίας, φλυαρίας κι ευτελούς, λαϊκού αναγνώσματος. Το κομμάτι για τα ειδωλόθυτα, όπως εκείνα που ακολουθούν περί καλύμματος κεφαλής και δείπνων κυριακάτικων, είναι τουλάχιστον κωμικοτραγικά, αν όχι για λύπηση. Αν τα διέγραφε κανείς μ' ένα μεγάλο, παχύ μαρκαδόρο, η ανθρωπότητα δε θα 'μενε στο παραμικρό φτωχότερη - όπως και την επιστολή σχεδόν ολόκληρη. Προορίζεται, κυρίως, για εσωτερική κατανάλωση και νουθεσία, δίχως τίποτε οικουμενικό ή διαχρονικό να ευαγγελιστεί. Στο Κεφάλαιο ΙΑ΄, θα κάνω ωστόσο μια στάση.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΑ΄

Γνωρίζετε, προφανώς, την έκφραση που χρησιμοποιεί ο λαός, σα θέλει κάποιος «να κρυφτεί κι η χαρά δεν τον αφήνει». Στο ΙΑ΄, με αφορμή αν πρέπει ή όχι να καλύπτουν οι γυναίκες το κεφάλι τους, κατά την προσευχή, μπορούμε να μελετήσουμε επιμελώς όλη την αποστολική ανοησία, περί των δύο φύλων, η οποία βρωμά απ' όπου να την πιάσεις. Το θέμα εδώ δε σώζεται, ούτε με τον καλύτερο δικηγόρο, καθότι αφορά στο δογματικό μέρος, το οποίο φαντάζομαι μας πηγαίνει ίσα τέρμα στο αδαμιαίο πλευροκόπημα. Οφείλουμε να παραδεχτούμε ότι ο Παύλος αγωνίζεται απεγνωσμένα - τόσο εδώ, όσο και γενικά -  να διατηρήσει κάθε συντακτική συμμετρία, μεταξύ των δύο πόλων, του ανδρός και της γυναίκας. Αλλά η συντακτική συμμετρία έχει τα όρια της, τα οποία δεν είναι άλλα από εκείνα στα οποία κυβερνά η δογματική φαλλοκρατία : «Ανήρ μεν γαρ ουκ οφείλει κατακαλύπτεσθαι την κεφαλήν, εικών και δόξα Θεού υπάρχων», λέει ο τρικυμισμένος, στο στίχο 7. Με την πρώτη ευκαιρία, πρέπει να θυμήσω στον εαυτό μου να γυρέψει τι θεολογικά μπαλώματα, βρήκε να ράψει η Εκκλησία, ώστε να δικαιολογήσει όλα ετούτα, στα κατηχητήρια της εποχής μας. Θέλω να πιστεύω, η αποδόμησή τους θα 'ταν πηγή αστείρευτης ευθυμίας, αν δεν πήγαινε πακέτο μ' όλη τη θλιβερή εικόνα των ψυχών, που έχουν βλαφτεί ανεπανόρθωτα απ' την ενοχική βρωμιά. Τέλος πάντων, έχει πολύ ενδιαφέρον να διαβάσει κανείς τους στίχους 1-16, οι οποίοι μιλώντας απλά για τρίχες, καταφέρνουν ωστόσο να βάλουν τη γυναίκα, διακριτικά, στη «σωστή της θέση». Τόσες τρίχες έχει ν' αντικρύσει κανείς, από την εποχή ακόμα του Σαμψών και είναι χαρακτηριστικές μιας μορφής κατώτατου, θρησκευτικού λόγου. Καταλήγει ο Απόστολος, ότι «ημείς τοιαύτην συνήθειαν ουκ έχομεν, ουδέ αι εκκλησίαι του Θεού», αφήνοντάς μας με την απορία. Τόσο κακό, δηλαδή, για μια... συνήθεια; Δεν πρόκειται ούτε περί επιταγής, ούτε και περί γνώμης, αλλά περί απλής συνήθειας; Τότε ποιος δεσμεύει ποιον ή ποιαν και, τελικά, γιατί να τη δεσμεύει; Ίσως να θέλει, ο Παύλος, ν' αποφύγει βαρύτερες εκφράσεις, χαρακτηρίζοντας κάθε μικρό ολίσθημα «αμαρτία», και να τα λέει όλα ετούτα περιφραστικά. Μα έτσι - δηλαδή, μη απαγορεύοντας ρητά - αφήνει τα πράματα ακόμη πιο αφηρημένα, παρά να μη τα 'θιγε ποτές. Με την πρώτη ευκαιρία, προβλέπεται γνήσιο μαλλιοτράβηγμα, αν όχι και κανάς λίθος αναμάρτητος. Ίσως να νιώθει μοναξιά ο Απόστολος και γυρεύει αφορμές, να παρατείνει την αλληλογραφία.

Το πρόβλημα, στο οποίο ο Χριστιανισμός αποτυγχάνει, παταγωδώς, δεν είναι απλά η σωστή διάταξη των φύλων, κάτω απ' τα φτερά των Χερουβείμ. Είναι ετούτη η χαμένη ευκαιρία, η αστοχία να συλλάβει κάτι αληθινά μεγαλειώδες, υπερβαίνοντας τα φύλα, ολοσδιόλου. Ή κι ακόμα παραπέρα, υπερβαίνοντας οποιονδήποτε διαχωρισμό και σ' οποιαδήποτε βάση - γενετική ή άλλη. Σ' ετούτο, δεν καταφέρνει ν' αφήσει πίσω του την κληρονομιά της φαρισαϊκής διπροσωπίας. Αναγκάζεται να καταφύγει σε συμβολισμούς κι αλληγορίες, προκειμένου να δικαιολογήσει τα αδικαιολόγητα : η γυναίκα δεν είναι ούτε τ' ανδρός, ούτ' εκ του ανδρός, ούτε επί του ανδρός, ούτε καμίας άλλης πρόθεσης του ανδρός. Η γυναίκα, όπως και κάθε πλάσμα της γης, έχει τις δικές της προθέσεις και δε φοριέται ούτε ως κορώνα, ούτε ως έπιπλο κουζίνας ή μανουάλι. Ο ευνουχισμένος (ψυχικά) και αντι-ερωτικός χριστιανισμός, κοιτάζοντας τη γυναίκα δεν αναγνωρίζει, αληθινά και τίμια, ένα πρόσωπο καθρέφτη του προσώπου, παρά ένα πρόσωπο καθρέφτη του άνδρα, του Θεού ή ό,τι άλλο.

Έχει ειπωθεί πως, το ν' αγαπά κανείς σύμπασα την ανθρωπότητα είναι ένα συνηθισμένο προσωπείο λανθάνοντος μισανθρωπισμού. Εκείνος που σιχαίνεται τα πρόσωπα της καθημερινότητας, που τα βρίσκει ταπεινά και βρωμερά (πρεζόνια, άστεγοι, γύφτοι κι η λίστα πάει λέγοντας), στο βάθος του, ασυνείδητα, σιχαίνεται τον εαυτό του. Η ψυχή του είναι ανάπηρη, ως προς την αγαπητική ποιότητα. Α δε μπορεί ν' αγαπήσει τον εαυτό του, το επόμενο βήμα - ο άλλος - είναι απλά ασύλληπτο. Αναζητεί στην αφηρημένη σύλληψη της «ανθρωπότητας» ένα καταφύγιο δίχως πρόσωπα, άρα δίχως καθρέφτες του εαυτού του. Έτσι μπορεί κι η πλέον άγονη κουράδα να κοιμάται τα βράδια ήσυχα, βαυκαλίζοντας τον εαυτό της για λίπασμα. Η όποια αγάπη, λοιπόν, αληθινή και πλήρης, δοκιμάζεται στο πρόσωπο του ανθρώπου - του όποιου ανθρώπου - και όχι στη νεφελώδη απροσδιοριστία της «ανθρωπότητας». Αν αποτύχω στο πλάσμα που στέκεται, απέναντί μου, έχω αποτύχει γενικά.

Η προσέγγιση αυτή, ενώπιον του προσώπου, δεν επιτάσσει καμία προ-οικονομία, καθώς το πρόσωπο είναι άρρητο και δεν ανακαλύπτεται άπαξ, παρά ανακαλύπτεται εκ νέου κι εν τω γίγνεσθαι. Δεν αφήνει κανένα περιθώριο παρερμηνείας ή εκτροχιασμού, καθώς το πρόσωπο έχει σώμα, αλλά δεν είναι σώμα. Αν ο περιβόητος «άλλος» έχει τσουτσούνι ή αιδοίο, φυσικά βυζιά ή σιλικόνης, πλούσια κόμη ή φαλάκρα κ.ο.κ δεν έχει καμία σημασία, ως προς το ευαγγελικό μήνυμα της Αγάπης. Αν είναι να μην πετάξουμε σύνολο το Χριστιανισμό στ' αζήτητα της Ιστορίας, μα να κρατήσουμε κάτι ουσιαστικό, ας κρατήσουμε επιτέλους ετούτη τη ρημάδα αγάπη κι ας παραδώσουμε στην πυρά το υπόλοιπο νεκρό σώμα, με τη δογματική του μυωπία, πρεσβυωπία ή ανοψία. Τι σημασία έχει στα μάτια της καρδιάς, αν του αλλουνού τ' αρέσει να γλύφει άντρες ή γυναίκες, να γλύφει έναν ή τρεις ταυτόχρονα, να αφαιρέσει το πουλί του ή να προσθέσει πουλί; Καταλαβαίνετε πως η γλώσσα με περιορίζει και στριμώχνομαι στ' αρσενικό γένος, τόσο από συνήθεια, όσο και χάριν συντακτικής ευκολίας. Αλλά μη γελιέστε, η γλώσσα μου δεν έχει φύλο κι ας έχει ο νους μου συμπλέγματα και περιορισμούς. Είναι, εντελώς, διαφορετικό πράγμα, να αναρωτηθούμε, ποιοι είναι οι λόγοι που επιβάλλουν σ' ένα πλάσμα να επέμβει στο σώμα του και διαφορετικό να το καταδικάσουμε στο πυρ το εξώτερον. Είναι τίμιο κι ευγενικό, ν' αναγνωρίζει κανείς στο σώμα κάτι ιερό ή ανεξήγητο. Είναι μέρος αναπόσπαστο της ύπαρξης, στο κάτω-κάτω. Είναι θεμιτό, ν' ανησυχεί κανείς μην οι τυχούσες «παρεκκλίσεις» κρύβουνε πίσω τους άλλες ανάγκες, εσωτερικές συγκρούσεις ή πάθη αρρωστημένα. Είναι θεμιτό, με την πρόθεση και την προϋπόθεση να υποστηρίξει κανείς, αν χρειαστεί, και να συντρέξει. Τούτο είναι ένα πρώτο βήμα αγάπης. Μα να προδικάσει και να καταδικάσει ερήμην 'κείνο που δεν καταλαβαίνει, ν' απορρίψει το διαφορετικό ως βδέλυγμα, τούτο είναι ωμή αποξένωση, απανθρωπιά κι ολοκληρωτισμός.

Μα δε χρειάζεται να περιοριστούμε στον άνθρωπο. Ο Χριστιανισμός πέφτει σε τούτη τη διπλή αστοχία. Όχι μόνο δίνει προβάδισμα (κι ας μην τον παραδέχεται) στον άνδρα έναντι της γυναικός, μα δίνει και προβάδισμα στον άνθρωπο έναντι του υπόλοιπου βασιλείου. Τούτες οι αηδίες δε στηρίζονται πουθενά, παρά στην αλαζονεία. Αλαζονεία που γίνεται υπέρμετρη, όταν υποστηρίζεται κι από τη «χάρη του Θεού» ή άλλες ανοησίες. Σ' ένα βαθμό είναι κι ο Χριστιανισμός συνένοχος στην καπιταλιστική, ετούτη, ασυδοσία και τον ακόρεστο βιασμό του φυσικού μας χώρου. Το «πρόσωπο» της χριστιανικής αγάπης μπορεί, δίχως καμία αντίφαση, να γενικευτεί στις αντιλόπες, τις πέρκες, τις κατσαρίδες και τα κολοβακτηρίδια. Το πρόσωπο τούτο, που στέκεται απέναντί μου, μπορεί να γίνει απλά οποιαδήποτε άλλη ύπαρξη. Άμα ξεφύγω από την προκατάληψη της ανθρώπινης ανωτερότητας, η καμηλοπάρδαλη και η αράχνη, οι σωρειτομελανίες, τ' ασβεστολιθικά πετρώματα κι οι αστέρες νετρονίων, με βοηθούν να ορίσω τη θέση μου ως προς τον κόσμο και ως προς τον εαυτό μου, εξίσου, με το γονιό, το φίλο μου ή τον ψιλικατζή της γειτονιάς. Με τον τρόπο αυτό η αόριστη Αγάπη, που μπορεί και να μη λέει τίποτα, γίνεται κίνηση προς εκείνο που δεν καταλαβαίνουμε και μαθητεία σεβασμού. Σ' εκπαιδεύει σ' εκείνη τη μορφή αμερόληπτης εγρήγορσης, την οποία οφείλουμε μπροστά στο άρρητο ετούτο θαύμα της ύπαρξης, απέναντι στην οποία είναι δυνατόν να σφάλλουμε, ανά πάσα στιγμή - αλλά κι ανά πάσα στιγμή να δικαιώνουμε. Σ' εκπαιδεύει σ' εκείνη τη μορφή της μεστής ταπεινότητας, όπου δεν είναι μήτε πλήρης άγνοια, μήτε πλήρης γνώση, αλλά ένα διηνεκές ερώτημα και μια ατελεύτητη απάντηση.

Το Κεφάλαιο, ωστόσο, κλείνει μ' ένα χαριτωμένο επίλογο. Τιτλοφορείται «Αταξίαι των Κορινθίων κατά το Κυριακόν Δείπνον» και διαβάζοντάς το κανείς εύχεται να πρόκειται περί παραβολής κι αλληγορίας και να μη συμβαίνουν όντως, όσα διαβάζει. Ωστόσο το ερμηνευτικό κείμενο, στο πλάι, δεν αφήνει και πολλά περιθώρια. Η έκδοση που έχω, κάποιου Τρεμπέλα απ' το '78, φλύαρη και μωρολογούσα, είναι ξεκάθαρη. Στα πρωτο-χριστιανικά εκείνα δείπνα της... αγάπης, πλάκωνε η Σάρα και η Μάρα κι έπεφταν στο φαί με δυο μασέλες. Ήδη φαντάζομαι τους ευγενείς «πιστούς» να χλαπακιάζουνε σκυμμένοι πάνω απ' τη μπουκιά τους, γιομάτοι ψίχουλα, ρίχνοντας κλεφτές ματιές στα μουλωχτά, μήπως ο διπλανός τους πήρε καλύτερο κομμάτι. Αδιαφορώντας παντελώς να περιμένουν τους συντρόφους τους, πριν ξεκινήσουν, δεν άφηναν κολυμπηθρόξυλο, για 'κείνους που 'χανε πραγματικά ανάγκη. Γίνεται μάλιστα φανερό, από τα μαρτυρούμενα, πως εκείνοι που πέφτανε με λύσσα μεγαλύτερη, στη σάρκα και το αίμα του Κυρίου, είχανε ήδη φαί στο σπίτι! Αν έχεις το Θεό σου! Κι είναι, ήδη, η δεύτερη παρατήρηση του Παύλου, που αφορά στα βρώσιμα, μετά τα ειδωλόθυτα - άλλη κωλοκαούρα, της πάλαι ποτέ χριστιανοσύνης. Εκείνες οι πρωτο-χριστιανικές κοινότητες, που φανταζόμουνα καμιά φορά λουσμένες στο ρομαντισμό και την αυτοθυσία, προφανώς, καίγονταν περισσότερο για το στομάχι, παρά την άδολη καρδιά.

[ ... ]

Τετάρτη 9 Ιανουαρίου 2019

Γιατί να (μην) διαβάζουμε Απόστολο Παύλο [ Μέρος 2ο ]

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ε΄

Στο πέμπτο αυτό Κεφάλαιο, γίνεται σιγά-σιγά όλα και φανερότερο, πως το πολύ το Άγιο Πνεύμα το βαριέται κι ο Θεός. Όσο καλύτερα ζωγραφίζει το χριστιανικό χαμόγελο, ο Παύλος, τόσο περισσότερο αποκαλύπτεται πως κι η οδοντοστοιχία του Θεού δεν υστερεί σε σάπια δόντια. Αν η Αγάπη είναι η μια πλευρά του χριστιανικού αινίγματος, η άλλη πλευρά είναι η φοβική μικροψυχία κι ο μισανθρωπισμός. Πίσω απ' το προσωπείο της αγάπης, ο καταπιεσμένος ψυχισμός αναδιπλώνεται κι ετοιμάζεται να δαγκάσει, με τέτοιαν άφταστη τέχνη, που είναι συζητήσιμο αν υπήρχε και νωρίτερα του Χριστιανισμού. Το σκάνδαλο κι ο αφορισμός του αιμομίκτου είναι μια από τις χαρακτηριστικότερες εφαρμογές της παροιμίας «στη βράση κολλάει το σίδερο». Γίνεται φανερό, πως όλα τα πύρινα κηρύγματα περί αγάπης, θεϊκής σοφίας και άλλων ευτράπελων, δεν ήταν παρά φιοριτούρες και πυροτεχνήματα. Σαν παύουμε να μιλούμε περί ανέμων και υδάτων, αλλά καλούμαστε ν' αγαπήσουμε ένα αληθινό ανθρώπινο πλάσμα, δηλαδή ένα πρόσωπο, η χριστιανική Ντίσνεϊλαντ καταρρέει σαν πύργος από τραπουλόχαρτα. Μπροστά στο «φρικώδες» έγκλημα του αιμομίκτου - ο οποίος, σημειωτέον, δεν ήτο παιδεραστής - όπως προφανώς κι απέναντι σ' οποιαδήποτε παρασπονδία πρόσκειται στη σαρκική επικράτεια, ο Παύλος είναι κατηγορηματικός κι ανένδοτος : ουξ' από 'δω, αμαρτωλέ! Αίφνης, η καρδιά του Παύλου παρουσιάζει ακατάσχετη πρεσβυωπία. Απέναντι στον συνάνθρωπο, δε βλέπει πια το πρόσωπο του ίδιου του Θεού, παρά μονάχα από απόσταση. Αν του φέρουμε τον άνθρωπο κοντά, θα του βρωμάει άσχημα και θ' αποστρέφει το κεφάλι. Στην ύπαρξη του αμαρτωλού, κακιασμένος και ξινός, ο Απόστολος δεν αναγνωρίζει, παρά ένα βδέλυγμα αποκηρυτέο κι όχι - ας πούμε - μιαν άρρωστη ψυχή, που χρήζει μεγαλύτερης βοήθειας και αγάπης.

Από τη γλώσσα του Παύλου ξηλώνεται, ξάφνου, η αγαπητική γιρλάντα. Ο αποστολικός σάλιαγκας, που γλιστρούσε νωρίτερα με χάρη περισσή, ανάμεσα στους ευαγγελισμούς και τα πατερημά, γίνεται τώρα σκληρός και άτεγκτος, σα τη βέργα του κομπλεξικού κι αγάμητου δασκάλου. Η αγάπη εξατμίστηκε περιέργως γρήγορα, απ' τ' αποστολικά τα χείλη, που 'πιασαν τώρα να κερνούν γι' αρωματικό χαρμάνι το φαρμακερό κατακάθι . Με άνεση αταίριαστη, προς άνθρωπο τόσο εξασκημένο στο βίο τον αγαπητικό, ο Παύλος πιάνει να κρίνει, να δικάζει και να καταδικάζει - όλα μονάχος του - δίχως ίχνος ντροπής ή θλίψης. Με ποιο δικαίωμα και με ποιαν ιδιότητα; Ποιαν άλλη, φυσικά, από εκείνη που ο Θεός εναπόθεσε πάνω του - με τον Παύλο, μοναδικό της μάρτυρα. Θα μπορούσα, παρόλα αυτά, ν' αναγνωρίσω την αναγκαιότητα μιας πειθαρχίας, κρυμμένης πίσω από μιαν - ας πούμε - φαινομενική σκληράδα. Ο κηδεμόνας χρειάζεται συχνά να γίνεται σκληρός, στον αγώνα του να στηρίξει και να προστατεύσει. Αλλά η σκληρότητα ετούτη - μάλλον αυστηρότητα - όταν γίνεται από αληθινή αγάπη, από νοιάξιμο, είναι καθαρή σαν το συμμετρικότερο διαμάντι κι ας έχει το σχήμα του δακρύου. Δε χωρούν προσμίξεις, σ' αυτή την ιδιαίτερη εφαρμογή της αγαπητικής «εξουσίας». Ή, αν το θέτε, συντήκεται μόνο με τη θλίψη της καρδιάς εκείνης, που προς στιγμήν δε βλέπει άλλο δρόμο, μα πρέπει επιτακτικά να δράσει. Ωστόσο σε καμία περίπτωση δεν αποπνέει εμπάθεια ή ζήλο υπερβάλλοντα, σαν τον οχετό, τον οποίο εμέσσει ο άγιος αυτός άνθρωπος με την πρώτη ευκαιρία : «ήδη κέκρικα ως παρών τον ούτω ... παραδούναι τω σατανά, εις όλεθρον της σαρκός» κι όλα τούτα φυσικά συνοδευόμενα, απ' το παραμύθι το γνωστό : για το καλό του και στο όνομα του Θεού και του Κυρίου ημών! Με άλλα λόγια, ας έχει το νου του όποιος αμαρτωλός παραπατήσει από τύχη, εν μέσω αγαπητικής, χριστιανικής κοινότητας. Όχι μόνο δε θα βρεθεί χέρι να τον βαστάξει ώστε να σηκωθεί, μα θα τον κλωτσούνε κιόλας, έτσι πεσμένο χάμω.

Η αμπελοφιλοσοφίες που αραδιάζει, παρακάτω, ο μέγας ιεροεξεταστής, περί καθαρότητος ζύμης και πορνείας εσωτερικής κατανάλωσης, είναι μια μορφή τρικυμίας εν κρανίω, η οποία δεν απέχει πολύ, από την κτηνώδη ουτοπία της φυλετικής καθαρότητας. Κι ίσως να 'ναι κι αυτός ένας από τους λόγους, που μια χάρα την πάλεψε η ιερατική αυτοκρατορία, στο πλευρό των φασιστικών ή άλλων καθεστώτων. Ετούτη η εθνοκαθαρτική εμμονή δεν ήταν φρόνημα παντελώς ξένο, προς τη χριστιανική ιδιοσυγκρασία της ενορίας των πιστών ή του κυριακάτικου ποιμνίου. Βέβαια, ο Παύλος είναι ξεκάθαρος : ας συναναστρέφεστε τους άπιστους πόρνους. Πώς αλλιώς; είν' αναπόφευκτο. Εκείνους, ας τους κρίνει ο Θεός. Μεταξύ σας, ωστόσο, μπορείτε να βγάλετε τα μάτια σας! Πιάστε να κρίνετε, ένας τον άλλο, κατά βούληση, δεν τρέχει κάστανο. Γίνετε δικαστές, γίνετε κι όργανα εκτελεστικά, έτσι το θέλει ο Παύλος. Κατ' αυτό τον τρόπο είναι φυσικά προεξοφλημένο, ποιοι πρόκειται να βρεθούνε μάνι-μάνι στην εξώπορτα. Οι αδύναμοι στα πάθη, συνήθως ψυχές βασανισμένες - για τις οποίες το κήρυγμα του Ιησού είχε και τη μεγαλύτερη σημασία - αλλά δεν έχουνε τον πρόεδρο κουμπάρο, ούτε είναι χήρες όμορφες, απομένουν ο πλέον αδύναμος κρίκος. Ο Παύλος, βέβαια, δεν έχει τέτοιο φόβο, να του δείξει δηλάδη ποτέ κανείς την έξοδο. Η Αγάπη του Παύλου - και θέλω να πιστεύω όχι η χριστιανική Αγάπη, γενικότερα, η οποία εξελίχθηκε ή ανακαλύφθηκε ή εφευρέθηκε, εκ νέου - δεν αντέχει την ποικιλομορφία, παρά τις αμπελοφιλοσοφίες περί του αντιθέτου στο ΙΒ΄. Η Αγάπη του Παύλου δεν αντέχει το αληθινό πρόσωπο του ανθρώπου, που 'ναι μισό στο φως, μισό σκιά. Παύει να είναι αγάπη μπροστά στην αιμομιξία, αργότερα στην πορνεία και ποιος ξέρει απέναντι στο φόνο. Μα τότε πώς; Ν' αγαπάς τον καλό, τον αγαθό είν' εύκολο. Δε χρειαζόμασταν τον Ιησού να μας μάθει να ξύνουμε τον κώλο μας. Γι' αγάπησε, όμως, το βιαστή, πρόστρεξε τον παιδεραστή, εδώ σε θέλω μάστορα! Μπροστά σ' εκείνο που απεχθάνεται, ο Απόστολος είναι έτοιμος να πιάσει το βούρδουλα, μπροστά σ' εκείνο που δεν τον ενοχλεί, ας κρίνει ο Θεός. Με δυο μέτρα, δυο σταθμά, ο Παύλος προχωρά όχι ζητώντας άνθρωπο σα το Διογένη, μα όποτε τύχει να συναντήσει κανένα σβήνει και το φανάρι του, να μην τον βλέπει. Δυστυχώς, ο Παύλος ήταν παντελώς ανεπαρκής να σηκώσει ετούτο το βαρύ φορτίο και την ευθύνη της νέας θέασης του Ανθρώπου. Ό,τι βρήκε δυνατό στον άνθρωπο έπιασε να το σακατέψει κι ό,τι βρήκε σακατεμένο το εξόρισε να μην το βλέπει.

Μα και πάλι φαίνεται, πως αντιφάσκει ο Απόστολος. Πιο κάτω, στο Κεφάλαιο Ζ΄, περισσότερο μάλλον από κίνηση στρατηγικής, παρά από αληθινό αίσθημα, παραδέχεται τούτο : ας μη διαλύεται, λοιπόν, τυχούσα συγκατοίκηση με άπιστη γυναίκα ή άνδρα (από θρησκευτική σκοπιά), με την ελπίδα της πιθανής τους «σωτηρίας», απ' το συγχρωτισμό ετούτο. Δέχεται, δηλαδή, ο Παύλος ότι δεν είναι δίκαιο να προδικάσει κανείς το αποτέλεσμα. Μια, φαινομενικά, ανίερη σχέση, δεν είναι πρέπον να καταδικάζεται στην παύση και τη διάλυση. Μόνο του Θεού είναι η γνώση ποιος θα σωθεί, ποιος όχι. Η καθημερινή τριβή του απίστου με την Πίστη, είναι δυνατόν να μετακινήσει την καρδιά του και κάποτε ν' αντικρύσει, ασκαρδαμυκτί, το φως το αληθινό. Κι όμως, αδυνατεί να διακρίνει την ίδια ελπίδα στο πρόσωπο του αιμομίκτου - ή άλλου πόρνου - καθώς εκδιώκεται από την Εκκλησία, την ώρα εκείνη ακριβώς που έχει την περισσότερη ανάγκη. Μήπως, μέσα στην αγκαλιά της Εκκλησίας, δεν είναι μεγαλύτερη η πιθανότητα να κερδηθεί, ξανά; Ο Παύλος δυσκολεύεται να ξεπεράσει τον τιμωρητικό Θεό της πρώτης Διαθήκης. Μα κι αν ακόμη, πράγματι, μια τιμωρία είναι απαραίτητη, προκειμένου να κατανοηθεί ένα σφάλμα, ποιος θ' αναλάβει, λοιπόν, το ρόλο τιμωρού και ποιος τέτοιον θα χρίσει; Ο Παύλος ή ο Ζορό; Περί Θεού, φυσικά, κουβέντα. Καθώς, στο μυαλό του Παύλου, όταν είναι Θεός δεν είναι Παύλος κι όταν είναι Παύλος δεν είν' Θεός. Μα θα σας πω και τρίτη σκέψη : προς τι η λύσσα ετούτη, κάποιος να διωχθεί, καλά και σώνει; Μπορεί η αγάπη να είναι τιμωρητική; Ας αφήσουν τον αμαρτωλό ν' αποκλειστεί μονάχος του, αυτο-εξόριστος μέσα στην αμαρτία του απ' το θάλπος της αγάπης. Ας είναι τούτη η αυτο-εξορία η τιμωρία του κι άμα το θέλει ο Γιαραμπής, κάποτε, μετανιωμένος να γυρίσει. Γιατί, όμως, χρειάζεται να παύσει η αγκαλιά να στέκει ορθάνοιχτη κι η προσμονή αμάραντα να προσμένει; Σε ποια στροφή του δρόμου, χάθηκε λοιπόν από τα μάτια η παραβολή του ασώτου;

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΣΤ΄

Ένας από τους σημαντικότερους πυρήνες νοσηρότητας, της χριστιανικής ψευδο-ηθικής, αρχίζει πλέον να ξετυλίγεται, απ' το κεφάλαιο ετούτο και εξής. Μιλώ για ψευδο-ηθική, καθώς καμία τίμια ηθική της προκοπής δεν είναι δυνατό, να φανερώνεται δι' αποκαλύψεως κι έξω απ' το στίβο εφαρμογής της. Τότε δεν πρόκειται για ηθική - με άλλα λόγια ευθύνη - μα τίποτα περισσότερο, από μια λίστα μουχλιασμένους κανόνες. Εδώ, τώρα, δε χωράνε μέσες λύσεις και προσπάθεια αιτιολόγησης. Ο Παύλος είναι σαφής και κατηγορηματικός. Είναι δογματικός, με τη θρησκευτική έννοια. Συνεπώς, είτε τον αποδέχεσαι ως έχει, είτε χωρίζουνε οι δρόμοι σας - με υγιέστερο το τελευταίο. «Τα βρώματα τη κοιλία και η κοιλία τοις βρώμασιν», παραδέχεται κάπου ο αθεόφοβος, προσμένοντας ωστόσο τη μέλλουσα κατάργηση, του διπόλου ετούτου, απ' το μεγάλο αφεντικό. Κι αμέσως μετά : «το δε σώμα ου τη πορνεία, αλλά τω Κυρίω»! Α μπα;! Μωρ' τι μας λες; Και γιατί, παρακαλώ, να μην ισχύει ισοδύναμα «τα δε σώματα τη πορνεία και η πορνεία τοις σώμασιν», με όμοια την ελπίδα μελλοντικής κατάργησης (αν έχει τούτο κάποιο νόημα); Ποια η διαφορά, λοιπόν; Τώρα, να μην κοροϊδευόμαστε, ο διαχωρισμός αυτός δεν αφορά στο σώμα, γενικά κι αόριστα. Να λέμε τα πράματα με τ' όνομά τους : αφορά στις ψωλές και στα αιδοία (ή αλλού). Ο Παύλος δεν τραβάει κανένα ζόρι με τα ρουθούνια, τις κοιλιές, τις επιγονατίδες ή το στερνο-κλειδο-μαστοειδή μυ του τραχήλου. Μα σα βλέπει τσουτσούνι σε στύση, φυσά και ρουθουνίζει σα ταύρος στην αρένα. Ο άνθρωπος ο αγάμητος, ο κακογαμημένος ή, γλυκύτερα, ο βιασμένος ψυχικά, διακρίνει στα γεννητικά του όργανα κάτι ποιοτικά διαφορετικό απ' ότι στο θυρεοειδή αδένα του. Μα τούτο δεν ισχύει, παρά μονάχα μέσα στο βασανισμένο ψυχισμό του, μέσα στην καταπιεσμένη κι απωθημένη του σεξουαλικότητα. Με τη σιχαμερή «πορνεία» του, ο Παύλος δεν εννοεί προφανώς ούτε το συγκεκριμένο επάγγελμα, ούτε τη δίχως συναίσθημα, απρόσωπη σεξουαλική εκτόνωση. Δεν εννοεί καν το πάθος, ως υπέρβαση του μέτρου, με την ελληνική θεώρηση. Όχι! Εννοεί την απλή, άδολη και ζώωδη (δηλαδή, πλήρη ζωής) έκφραση της ανθρώπινης φύσης! Αν έχει το Θεό του! Ο καταπιεσμένος Παύλος βλέπει στο τσουτσούνι του, άλλο πράγμα απ' ό,τι βλέπει στην κοιλιά του. Αν το μπορούσε - αν, δηλαδή, δεν ήταν κτήμα του Θεού και τούτο το τσουτσούνι - θα 'πιανε να το ξεριζώσει, να το πετάξει στα σκυλιά.

Ο ανώμαλος ψυχικά, ο ευνούχος, δεν το χωνεύει σα βλέπει τα σώματα να ερωτοτροπούν ανενδοίαστα, αγκαλιασμένα δίχως συμβάσεις κι ελεύθερα μέσα στη φύση τους. Ταυτίζει τη σεξουαλική πράξη με το πάθος, αποδίδοντας τα του νου στα σώματα, όπως θα λιθοβολούσε κανείς το θύμα του βιασμού, γιατί προκάλεσε. Κατά μία έννοια και παρότι προσπαθεί να τα μπαλώσει αργότερα, δια του γάμου, ο Παύλος βλέπει στον ερωτικό εναγκαλισμό την απομάκρυνση από τον Κύριο, όταν θα μπορούσε να βλέπει αντίθετα τη θέωση του Ανθρώπου. Ο κόσμος του Παύλου, δεν είναι ένας κόσμος που ανήκει στην Αγάπη, μα ένας κόσμος που ανήκει του Κυρίου! Όσο κι αν αγωνίζεται να πείσει για το αντίθετο, πως δηλαδή τούτα τα δυο ταυτίζονται, άλλα μας λεν τα χάδια του και άλλα τα φιλιά του. Στα λόγια είναι πρώτος, στην ουσία έσχατος. Μπορεί να διακρίνει την «πορνεία» εν Κυρίω, εφευρίσκοντας το γάμο, μα δεν καταφέρνει ούτε ξώφαλτσα να διακρίνει την «πορνεία» εν Αγάπη. Ο Παύλος δεν έχει κατακτήσει τούτο το συναισθηματικό επίπεδο, να βλέπει το σώμα ως εκδήλωση ψυχής (και αντιστρόφως). Δεν το χωράει ο νους του πως μπορεί η άδολη ψυχή, η αγαπητική - να το πούμε και χριστιανικά - να «καθαγιάσει» τη σωματική μας πράξη. Το άγγιγμα των χεριών, των χειλιών, των σωμάτων, που 'ναι μορφή ευλογίας και θεία κοινωνία, ο Παύλος τα παίρνει για βρωμιά και γι' αναγκαίο δεινό, που πρέπει ν' ανεχτούμε. Μα η αγάπη, χριστιανική ή άλλη, δεν έχει ανάγκη από συμβάσεις και πρωτόκολλα. Τα γεννητικά όργανα λυτρώνουν απ' το θάνατο, με το ίδιο ακριβώς μεγαλείο που λυτρώνει η τροφή, το νερό ή ένας πολύτιμος λόγος. Δεν υπάρχει η παραμικρή διαφορά, παρά μόνο που το καθένα λειτουργεί μέσα στη φύση του. Πρέπει να 'ναι κανείς πολύ άρρωστος ψυχικά, να μην το βλέπει τούτο. Πού το καταλαβαίνω; Μα, στην εποχή που μεγαλώσαμε, όλοι νοσούμε με τον τρόπο μας -  κι ο Παύλος φέρει μερίδιο ευθύνης. Στον τελευταίο, διακρίνω το ανελεύθερο κομπλεξικό ανθρωπάκι, που διακρίνω, στιγμές, στον εαυτό μου ή στους ανθρώπους γύρω μου. Νοσούμε, καθένας με τον τρόπο του, γιατί απ' την κούνια μας μπολιάζουν αντισώματα προς την υγεία κι όχι προς την ασθένεια. Μα και τον εαυτό σου για να κοιτάς κατάματα θέλει αγάπη, όχι μόνο τους άλλους. Για τον Απόστολο Παύλο, αυτός ο κόσμος των σωμάτων είναι μια terra incognita, ένας άπειρος κόσμος ξένος, τρομαχτικός και σκοτεινός. Κι όπως κάθε φοβισμένο παιδί, σκεπάζεται με το σεντόνι (του Κυρίου ή του Χαλεπά) για να μη βλέπει.

[ ... ]

Κυριακή 6 Ιανουαρίου 2019

Γιατί να (μην) διαβάζουμε Απόστολο Παύλο [ Μέρος 1ο ]

Το να είσαι καλός Χριστιανός είναι ένα πράμα, μάλιστα πράμα μπορετό και πιστευτό. Το να είσαι καλός Χριστιανός, διαβάζοντας Απόστολο Παύλο είν' άλλο πράμα, ως προς το οποίο βαστώ τις επιφυλάξεις μου. Προσωπικά δεν είμαι ούτε καλός, ούτε Χριστιανός, ούτε καν Παύλος. Από απλή περιέργεια, ωστόσο, έπιασα να διαβάσω την Α΄ Επιστολή προς Κορινθίους, απ' όπου και ο περίφημος ύμνος της Αγάπης. Κάποτε, άμα νιώσω αρκετά ώριμος ως «άθεος» - ή, έστω, ως κακόπιστος αγνωστικιστής - θα πιάσω τα Ευαγγέλια. Προς το παρόν, ο Παύλος. Λέω : τούτος ο άνθρωπος έχει σημαδέψει με το ήθος του το Χριστιανισμό εν τη γενέσει του και σε βαθμό τέτοιον, ώστε να του καταλογίζεται συχνά η μεταγενέστερη κατάντια του θρησκευτικού κινήματος, από εμπειρία αγαπητική σε λανθάνοντα μισανθρωπισμό. Είπα να εξετάσω από πρώτο χέρι, περί τίνων τυρβάζεται τούτος εδώ ο χριστιανός και προκάλεσε πια τόσο ντόρο. Άνοιξα, λοιπόν, την πρώτη επιστολή προς Κορινθίους - έτσι στην τύχη ή μάλλον από κάποια ασυνείδητη οικειότητα - κι έβαλα μπρος την ανάγνωση, με όσο λιγότερη προκατάληψη επιτρέπει η ευφυΐα μου. Σίγουρα, πάντως, διόλου μηδενική. Η προκατάληψη, φυσικά, ετούτη δεν έχει να κάνει με το χριστιανικό μήνυμα καθαυτό, παρά με τις τακτικές διάδοσης των θρησκειών, ως οργανωμένων συστημάτων : οκνηρία νου και ψυχής, αφέλεια και μοιρολατρική βάλτωση, λανθάνουσα ειδωλολατρία και δουλική υποταγή, εξύψωση της ασυναρτησίας σε ουσιαστικό λόγο, με άλλα λόγια εκκένωση της επικοινωνίας.

Έχω, φυσικά, ν' αντιπαλέψω δυνάμεις ασύμμετρα υπέρτερες. Τα λόγια του Παύλου καθαυτά είν' το μικρότερο δεινό. Η δισχιλιετής, ωστόσο, θεολογική διύληση του Παύλου, είμαι βέβαιος έχει μπαλώσει και την παραμικρή ασυνέπεια ή αντίφαση. Με άλλα λόγια, υπάρχει εκεί έξω μια καλοστημένη αιτιολόγηση για τ' οτιδήποτε. Η καλή καγαθή Εκκλησία (όχι, προφανώς, του δήμου) θα 'χει στα σίγουρα σκεφτεί για τους πιστούς, πολύ πριν απ' τους ίδιους. Δεν υπάρχει καλύτερος τρόπος για να προλάβει κανείς τις ωδίνες της ελεύθερης βούλησης και τις σκοτούρες της ελεύθερης κρίσης, απ' το να 'χει τις απαντήσεις προτηγανισμένες. Η σίγουρη παραγωγή (πιστών) του θερμοκηπίου, μπορεί να υστερεί σε ποικιλία και νοστιμάδα απ' τα άγρια, μεγαλωμένα φρούτα, προλαμβάνει ωστόσο τα σκουλήκια. Γιατί το σκουλήκι είναι μεν άκρως ωφέλιμο και γονιμοποιητικό στις απέραντες απλωσιές των αγρών, μα βλαβερό δε κι ανεπιθύμητο στα περιοριστικά γλαστράκια, της εκκλησιαστικής βεράντας. Τώρα, να πούμε την αλήθεια, τούτη η παραφιλολογία δεν είναι, απαραιτήτως, πράγμα κακό, καθώς οι αιώνες της αγαπητικής καλλιέργειας - όταν η τελευταία δε συνοδεύεται, από τη νοσηρότητα της σεξουαλικής και γενικότερα σωματικής καταπίεσης - όξυναν το αγαπητικό αισθητήριο. Θα ήταν ορθότερο να πω : οι άνθρωποι επανακάλυπταν την Αγάπη στα ήδη χιλιο-ειπωμένα, περισσότερο, γιατί είχαν ολόφρεσκια τη διάθεση ν' ασκηθούν στον αγαπητικό στίβο, παρά γιατί τα πρωτότυπα διαβάσματα ήταν θεόπνευστα, από μόνα τους. Με τον τρόπο αυτό, το αρχικά ακατέργαστο μήνυμα δουλεύτηκε τόσο πολύ, ώστε να ειπωθούν λόγοι και να καλλιεργηθούν βίοι αληθινά υπέροχοι και ακτινοβόλοι, στο σκοτεινό ετούτο κόσμο. Αν είναι ο χριστιανισμός αληθινή αλήθεια ή απλά ένας από τους δεκάδες μοχλούς, που καταφέρνουν να θέσουν σε κίνηση την ψυχή του ανθρώπου, έχει μικρή σημασία για έναν αδογμάτιστο (με τη θρησκευτική έννοια) ερευνητή.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α΄

Σε τούτο το πρώτο κεφάλαιο, ήδη, προ-οικονομείται όλη η αστείρευτη φαφλατολογία, η κατακλύζουσα τις σελίδες που ακολουθούν. Μετά τα χαιρετίσματα και το μικρό πρόλογο, ο οποίος αφορά στα εσωτερικά ζητήματα των πρώτων κοινοτήτων - που προσωπικά ποσώς μ' ενδιαφέρουν, πέραν της ιστορικότητας του θέματος - το κύριο χαρακτηριστικό του κειμένου είναι η βαρετή επανάληψη και το κλωθογύρισμα, γύρω απ' τον ίδιο, βασικό πυρήνα. Θα μπορούσα να χρησιμοποιήσω οποιαδήποτε απ' τις δεκάδες συνώνυμες επαναλήψεις, ως μπαλαντέρ. Επέλεξα την παρακάτω:

«Ευαγγελίζεσθαι, ουκ εν σοφία, ίνα μη κενωθή ο σταυρός του Χριστού»

όπου, ως «σοφία» υπονοείται, εξίσου, οποιαδήποτε κοσμική γνώση, αποκτηθείσα δίχως τα εγκεκριμένα, αποστολικά εργαλεία. Πολλά θα μπορούσαν να ειπωθούν εδώ, εκείνο που ξινίζει ωστόσο είναι η ισοπεδωτική αδιακρισία, μεταξύ ιουδαϊκής «σοφίας» και αρχαιο-ελληνικής, ως πολιτισμικά κληροδοτήματα, τα οποία κατά κάποιο τρόπο ακυρώνονται, ομοίως, από το ευαγγελικό μήνυμα. Αλλά η θρησκευτικού τύπου ιουδαϊκή δογματικότητα - η οποία δε διαφέρει στο παραμικρό από τη χριστιανική, παρά μόνο στον τύπο των ήλων - έχει με την ελληνική κοσμο-θεώρηση, ποιοτικά συγκρινόμενα, τόση σχέση, όση έχει η νηπιακή ηλικία με τον ώριμο άνθρωπο - παρομοίωση, η οποία γοητεύει ιδιαίτερα τον Παύλο. Φυσικά, δε μιλώ ως τίποτε γραφικός δωδεκαθεϊστής κι απόγονος εξ' αίματος, παρά ως μακρινός συγγενής εξ αγχιστείας. Μιλώ με το σεβασμό του ανθρώπου, που στέκει μπροστά στην αρχαιο-ελληνική αφύπνηση, με το ίδιο ακριβώς δέος που στέκει το μεγαλύτερο μέρος των ανθρώπων, που 'χουν διαβάσει ένα βιβλίο. Με τον ίδιο σεβασμό, που φυσικά στέκω μπροστά στο λόγο του αρχηγού Σηάτλ, σε μια Δημοτική Παραλογή και, γενικά, οπουδήποτε ο λόγος πηγάζει γνήσια από μια δεδομένη κοινότητα, αντί να εκβιάζει τη σύσταση της τελευταίας, εκ του μηδενός.

Η έκφραση «ελληνική σοφία» είναι, ούτως ή άλλως, όρος κενός νοήματος - έξω, δηλαδή, απ' τα πλαίσια της αφελούς, λαϊκής κουλτούρας. Είναι σοφία, μόνο, κατά παραδρομή ή κατά προσέγγιση. Για τούτο το λόγο, είναι απείρως τιμιότερος και καθαρότερος ο όρος «φιλοσοφία». Τον όρο αυτόν, ωστόσο, ουδέποτε αναφέρει ο Παύλος, παρότι ήδη από την εποχή του Πλάτωνα είναι κοινός τόπος της ράτσας των ανθρώπων, έχοντας μάλιστα αποκαθαρθεί - μετά το περίφημο «ουδέν οίδα» - κι από τον όποιο προ-σωκρατικό δογματισμό. Ο Παύλος αποφεύγει, υπόπτως, να αντιδιαστείλει τη χριστιανική «μωρία» με τη φιλοσοφία, που είναι ένα είδος «μωρίας» με τον τρόπο της, αλλά κατά πολύ ανώτερη σε σχέση με το μυστικιστικό, χριστιανικό χυλό. Επιλέγει να τσουβαλιάσει στο ίδιο σακί, με ταμπελάκι «σοφία», πράγματα εξωφρενικά ετερόκλητα, επιτυγχάνοντας δια του τσουβαλιάσματος αυτού ευκολότερες, εικονικές νίκες, όταν θα χρειαζόταν ολόκληρη επιστολή, μόνο και μόνο, ώστε να ξεκινήσει ν' αντιπαραβάλλεται με την ελληνική σκέψη. Παρά τις ποικίλες φιλοσοφικές έριδες, η φιλοσοφική πρακτική έχει σημαδέψει ανεξίτηλα την αναζήτηση της όποιας Αλήθειας, αιώνες προτού εμφανιστεί ο Παύλος. Ο οποίος παυλεύει, δια της κενολογίας, να επαναφέρει στο προσκήνιο τη βαρύτητα της αυθεντίας - στέλνοντας το πολιτισμό χιλιάδες χρόνια πίσω - την ώρα που το ελληνικό ήθος έχει καταστήσει οποιαδήποτε προγενέστερη αυθεντία γράμμα κενό. Στερεώνοντας την εμπιστοσύνη του ανθρώπου στο νου του κι εναποθέτοντας την οποιαδήποτε κρίση στην «κοινή» κρίση, οι Έλληνες συνέθεσαν έτσι μια κοινωνία των ανθρώπων ΑΠΟ τους ανθρώπους και όχι έξωθεν!

Κι ωστόσο ο Παύλος, ουσιαστικά, αντιφάσκει εαυτόν, όταν ακυρώνοντας την εθνική σοφία και τη ρητορική, επιμένει να κηρύττει... επιχειρηματολογώντας, έστω κι αν η επιχειρηματολογία ετούτη είναι χριστιανικού τύπου και ορολογίας. Ο Παύλος αδυνατεί να ξεφύγει από τη λογική δόμηση του λόγου, καθώς είναι άνθρωπος και συμμετέχει στη φύση της ανθρώπινης επικοινωνίας - που απαιτεί ορθή σύνταξη - με την ίδια αμόλυντη και θαυμαστή αθωότητα, με την οποία οι πρωτόπλαστοι συμμετείχαν στους κήπους της Εδέμ. Ο Παύλος συγχέει, πιθανότατα, την τέχνη της ρητορικής και τα στοιχεία της σοφιστικής (με την αρνητική της έννοια) με την βαθύτερη ελληνική παρακαταθήκη, η οποία ξεπερνά την σοφιστεία και τη ρητορική : πρόκειται για την υπέρβαση (όχι ακύρωση) του μύθου και την καθιέρωση του λόγου, ως συνδετικού ιστού, της πόλης. Ο χριστιανισμός χρησιμοποιεί τα ίδια ακριβώς εργαλεία, αλλοιωμένα και μιασμένα από το αποκαλυπτικό δόγμα : ο Παύλος δεν κηρύττει αλλόφρων στην αγορά, σαν τους γραφικούς «προφήτες» της ζωής του Μπράιαν, στηριζόμενος εξ ολοκλήρου στη θεία φώτιση! Ο Παύλος επιχειρηματολογεί κανονικά και με το νόμο! Με επιχειρήματα ωστόσο άψυχα και θνησιγενή, καθώς δεν υποτάσσονται στη λογική αλληλουχία, όπως οποιαδήποτε νοηματική αλυσίδα. Αντί ν' αποτελούν ειρμό, αποτελούν αρμό. Κρέμονται, άσχετα μεταξύ τους και ασύνδετα, εξαρτημένα πάντοτε από το γαϊτανάκι του ευαγγελικού δόγματος. Όταν σε κάθε επικίνδυνη στροφή, ο λόγος κινδυνεύει να εκτροχιαστεί, καταφεύγει στο ασφαλές καταφύγιο της θείας αποκάλυψης. Μα τούτο δεν αποτελεί λόγο, με την πλήρη σημασία της λέξης, παρά ψελίσματα και μηκυθμό. Ακριβώς έτσι, η δογματική ασυναρτησία, ενδυόμενη τη λογική επίφαση, μπορεί να ξεγελά τον αφελή και να πείθει με λόγο απογυμνωμένο πειθούς, εφόσον στερείται λογικής αλληλουχίας.

Γι' αυτό και ο θρησκευτικός λόγος, ακόμα κι όταν εφαπτομενικά συνθέτει κάποιο νόημα, στον κριτικό νου φαντάζει αστείος. Όχι απαραίτητα γιατί μωρολογεί νοηματικά, μα μωρολογεί εκφραστικά. Ακρογωνιαίος λίθος του χριστιανικού λόγου θα έπρεπε να είναι αποκλειστικά η χριστιανική πράξη, αντί να ιδιοποιείται εργαλεία ξένα και αταίριαστα στη φύση του, όπως ο Λόγος. Μα σε τούτο, ο Χριστιανισμός έχει παταγωδώς αποτύχει.

ΚΕΦΑΛΑΙΑ Β΄ , Γ΄ , Δ΄

Στα επόμενα κεφάλαια, δυστυχώς, η αερολογία γιγαντώνεται εκθετικά. Το Κεφάλαιο Β΄ δεν είναι τίποτε περισσότερο και τίποτε λιγότερο, από μια μονότονη επανάληψη όσων συζητήσαμε νωρίτερα, δίχως την παραμικρή πρωτοτυπία. Το γεγονός πως πρόκειται για αερολογίες δεν έχει να κάνει με καμία προσωπική προκατάληψη, παρά με την απλή διαπίστωση, ότι κάθε φράση είναι νοηματικά τόσο συνεπής, όσο και μια ανάγνωση ταρό : όταν δε λες απολύτως τίποτα, μπορεί να υπονοούνται κάλλιστα τα πάντα. Έτσι, ανά πάσα ώρα και στιγμή, η αποστολική φαφλατολογία μπορεί να υπερασπιστεί τον εαυτό της, απέναντι σε οποιονδήποτε κακόπιστο κριτή. Αρκεί να χτίσει μια συνεπή αλληλουχία νοημάτων, ξεκινώντας απ' το απόλυτο μηδέν ή από το οτιδήποτε. Το να συνδέεις τα πάντα με τα πάντα, ωστόσο, εκμαιεύοντας οποιοδήποτε συμπέρασμα επιθυμείς, δεν είναι παρά ένα απίστευτα χαριτωμένο παιχνίδι, στο οποίο μάλιστα εξασκούνται συνειδητά (πρόκειται, δηλαδή, περί ιδιαίτερου μαθήματος) οι πάσης φύσεως χαρτορίχτρες και λοιποί απατεωνίσκοι. Κανείς παρόμοιος συνειρμός δε θ' αντεχε σε περαιτέρω και διεξοδική ανάλυση. Το πρόβλημα στην επιστολή του Παύλου είναι πως δεν υπάρχει καν συνειρμός, δεν υπάρχει το παραμικρό αντικείμενο να κριθεί, έστω και ως ορθό. Είναι μια διαρκής αναμάσηση των χριστιανικών μάντρα : η σοφία του Θεού, του Θεού η σοφία κι η του Θεού σοφία. Εν τέλει, δίχως τη βοήθεια σαρανταπέντε θεολόγων, όσο και να διαβάζεις ουδέποτε θα μάθεις, από τι συνίσταται ετούτη η θεϊκή σοφία, ποια είναι η ποιότητα, η φύση της, τα χαρακτηριστικά που τη συνθέτουν. Όπως δε θα μάθεις ποτέ, ποια είναι εκείνα, τα «καθώς γέγραπται», τα οποία «οφθαλμός ουκ είδε, ους ουκ ήκουσε και επί καρδίαν ανθρώπου ουκ ανέβη» και ποια τα «υπό του Θεού χαρισθέντα». Δυστυχώς (ή ευτυχώς), ο αναγνώστης θα πεθάνει με την απορία.

Κάθε κουβέντα του Παύλου, που δεν είναι αντιμετώπιση εσωτερικών θεμάτων της χριστιανικής κοινότητας - ψύχραιμη κατά τ' άλλα, μα φιλοσοφικά αδιάφορη - δεν είναι παρά μία ακόμα λήψη του ζητουμένου. Λέγει δηλαδή ο ανεκδιήγητος, στο στίχο 10 του Κεφαλαίου Γ : «Κατά την χάριν του Θεού την δοθείσαν μοι». Και ποιος το λέει αυτό; Μα ποιος άλλος; ο Παύλος. Ορίστε; Ο Παύλος λέει ότι ο Θεός έδωσε στον Παύλο χάρη. Και γιατί, δηλαδή, να πιστέψουμε όσα μας αραδιάζει ο Παύλος; Μα γιατί έχει τη χάρη του Θεού. Και γιατί έχει τη χάρη του Θεού; Μα γιατί το λέει ο Παύλος. Μάλιστα. Ετούτο το τραγελαφικό παιχνίδι χριστιανικής ονείρωξης συναντάται σχεδόν παντού, στο μήκος και στο πλάτος της επιστολής και δε θα κουράσω άλλο τον αναγνώστη, με τις άπειρες παραλλαγές. Ας τις διαπιστώσει κανείς, μονάχος του. Στο δε Κεφάλαιο Δ΄, ο Παύλος εκτραχύνεται : «εάν γαρ μυρίους παιδαγωγούς έχητε εν Χριστώ, αλλ' ου πολλούς πατέρας ∙ εν γαρ Χριστώ Ιησού δια του ευαγγελίου εγώ υμάς εγέννησα. παρακαλώ ουν υμάς, μιμηταί μου γίνεσθαι»! Ακριβώς! Ο Παύλος ανεβάζει τον εαυτό του σε ύψη απροσμέτρητα, με μοναδικό στοιχείο πειθούς τα ίδια του τα λόγια. Αφού, λίγο νωρίτερα, μυξο-κλαψούρισε για τα βάσανα και την αυταπάρνηση των Αποστόλων, χρίζει τώρα εαυτόν πνευματικό πατέρα των αφελών Κορίνθιων. Μην εμφανίστηκε ο Θεός ο ίδιος, με Χερουβείμ και πύρινες ρομφαίες πάνω απ' τον Ισθμό, ευαγγελίζοντας τούτο το χαρμόσυνο νέο; Μπα! Είναι ο Παύλος που το λέει! Του το ψιθύρισε ο Θεός, μια νύχτα, την ώρα που έπαιρνε τον ύπνο ή το μπάνιο του.

Αλλά, γνωρίζοντας την αδυναμία των ανθρώπων και την προσωπολατρική ροπή τους, γιατί δεν αποφεύγει ο Παύλος την αυτο-προβολή, γιατί δεν ταπεινώνεται περισσότερο, αφήνοντας τις πράξεις του να μιλήσουν για τον ίδιο; Καμώνεται πως κάνει τα πάντα, ώστε ν' αποτραπούν οι αιρέσεις, παίζοντας διαρκώς το χαλασμένο δίσκο του ( κανείς δεν ανήκει σε κανέναν - ούτε Παύλω, ουτ' Απολλώ, ούτε Κηφά - αλλά πάντες ανήκουν στο Θεό ), μα δε χάνει ευκαιρία - σαν τη μπορδή - να πάρει το προβάδισμα και να θέσει εαυτόν επικεφαλής. Πάντοτε διακριτικά και με τη χάρη του Θεού. Ετούτες οι σατανικές παραφωνίες δεν είναι διόλου σατανικές. Είναι καθαρά ανθρώπινες κι εδράζονται στο παντελώς ξένο, εβραϊκό ήθος. Δεν το λέω τούτο, εθνικιστικά ή μισαλλόδοξα. Ο Παύλος προσπαθεί να συνθέσει μια κοινωνία από τα έξω ή από τα πάνω. Προσπαθεί να κατασκευάσει κάτι που, στην πραγματικότητα, δεν υπάρχει καθαυτό. Προσπαθεί να συμμαζέψει μια παρέα, η οποία δεν έχει συσταθεί αυθόρμητα, από κάποια εσωτερική ανάγκη των μελών της. Για το λόγο ετούτο, είναι υποχρεωμένος να τρέχει διαρκώς με τα ραβασάκια και τις επιστολές του, προκειμένου να διορθώνει ή να προλαμβάνει τα πράγματα εκείνα, που αποκλίνουν από το θεϊκό σχέδιο, το οποίο 'χει στο νου του. Όπως σε κάθε μη αυτο-ρυθμιζόμενο σύστημα, τα πάντα μπορούν, ανά πάσα στιγμή, να παν κατά διαβόλου. Γι' αυτό, απαιτείται διαρκώς ένας συντηρητής, ένας από μηχανής θεός, να το συντρέχει και να το επαναφέρει. Τούτη η έξωθεν παρέμβαση, είναι στοιχείο παντελώς ξένο και παράταιρο, ως προς την αφοπλιστική ευθύτητα της ελληνικής αυτο-θέσμισης. Η αναρχική - στην πραγματικότητα - ελληνική κοινωνία, έθετε ως «αρχή» ουσιαστικά τον εαυτό της, αφομοιώνοντας τον άρχοντα μες στον αρχούμενο, σε μια ενότητα που ακύρωνε τις αντιφάσεις. Ομφαλοσκοπική; σε καμία περίπτωση, καθώς όντας ανοιχτή στον κόσμο, ζυμωνόταν διαρκώς μέσα απ' τις σχέσεις. Νεκροζώντανα παγιωμένη σε δόγματα και σε κανόνες; ούτε καν! Αναγεννώμενη, διαρκώς, μέσα στο συνεχές γίγνεσθαι των σχέσεων και των αναγκαιοτήτων, η ελληνική θεώρηση, παρόλα τα στραβά της, σ' έκανε κάθε άλλο απ' το να βαριέσαι. Ο ελληνικός deus ex machina δεν έρχεται να θεσπίσει την κοινωνία, όπως ο εβραϊκός του ομόλογος. Έρχεται να καλύψει το υπαρκτικό κενό, που υπερβαίνει τη μηδαμινότητα των θνητών. Είναι ένας τρόπος να ειπωθεί εκείνο που η κοινότητα των ανθρώπων αφήνει άρρητο. Μα έρχεται, πάντα, στα πλαίσια μιας ελεύθερα προ-θεσπισμένης κοινότητας.

Τι σχέση έχουνε όλα ετούτα, με το απονεκρωτικό κήρυγμα του Παύλου; Η κυριολεκτική μωρία και όχι η μεταφορική - εντός της οποίας ο ίδιος ευλογεί τα γένια του - και η αποστασιοποίηση του Παύλου από τον καθαρό Λόγο, έχει ως αποτέλεσμα να μιάνει, αν όχι να καταστρέψει εντελώς, ό,τι νέο και καλό ήρθε να φέρει το χριστιανικό μήνυμα. Και ήρθε, κατά τη γνώμη μου, να φέρει κάτι όντως μεγαλειώδες. Αν υποθέσουμε πως η Αγάπη είναι η χριστιανική απάντηση στο υπαρκτικό άρρητο, τότε η θεολογική γραμματοσειρά είναι παντελώς ακατάλληλη να την αποτυπώσει. Ως προς τούτο, ο Παύλος - αυτών των Κεφαλαίων - στέκεται όμοια ανεπαρκής.

[ ... ]