Σάββατο 30 Μαρτίου 2019

Ιεροεξεταστική

Υπάρχουνε απλοϊκοί, υπάρχουνε κι απλοϊκοί. Απλοϊκοί, που είναι απλά αφελείς κι αναμασούνε μια τσιχλόφουσκα, όπως τα μυρηκαστικά, κι απλοϊκοί που είναι άνθρωποι λαϊκοί - μ' άλλα λόγια απλοί - μα δε μασάνε πίτουρα και τρώνε τη μακαρονάδα τους δίχως πολλές-πολλές σάλτσες. Ο άνθρωπος που υπογράφει ετούτη την ανάρτηση, είναι μια απ' τις αναρίθμητες ενδείξεις - προς όποιον έχει τη διεστραμμένη διάθεση να παρακολουθεί, κατά καιρούς, τα φτηνά κείμενα, που κοσμούν τα κομοδίνα μιας πλατιά κατηγορίας πιστών - πως ο εκκλησιαστικός χώρος βρίθει ψαράδων, δηλαδή ανθρώπων που κάνουνε το τόσο ΤΟ-ΣΟ! Η τακτική αυτή δεν είναι, βεβαίως, απλή αφέλεια, αλλά γίνεται από κεκτημένη ταχύτητα και ροπή, να παρουσιάζεται κάθε χριστιανική εκδήλωση ως έχουσα πολύ μεγαλύτερο βάθος, από εκείνο που αληθινά έχει. Ως εκ τούτου, η ανάλυση που τόσο θαυμάζει, αυτός ο κύριος Τελέβαντος, είναι σε πρώτο επίπεδο μια αξιοπρεπέστατη ανάλυση - τουλάχιστον ως προς το νόημα, γιατί ως προς το ήθος θα τα πούμε παρακάτω - αλλά σε καμία περίπτωση περισσότερο ουσιαστική ή εύστοχη, σε σχέση - για παράδειγμα - με μια έκθεση ιδεών ενός μαθητή ή οποιουδήποτε άλλου ανθρώπου αποφάσιζε να σταθεί απέναντι στον πίνακα του El Greco, με κάποιο στοιχειώδες ενδιαφέρον κι όχι ως απλός τουρίστας. Μ' άλλα λόγια, ο συντάκτης απ' την Ιερά Μονή Σταυροβουνίου γράφει, ο άνθρωπος, εκείνα στα οποία κάθε κοινός νους θα κατέληγε, μετά από λίγη περίσκεψη, κι όχι από καμία «διανοητική και θεολογική εμβέλεια σκέψης».

Δομήνικος Θεοτοκόπουλος
Καρδινάλιος Fernando Niño de Guevara

Επίσης, σε καμία περίπτωση, δεν κάνει κάποια «αισθητική ανάλυση» της προκοπής, παρά μονάχα επιφανειακό χάιδεμα των άμεσα αντιληπτών. Για παράδειγμα, οι εύστοχες παρατήρησεις - αν δηλαδή εξαιρέσει κανείς τους γλοιώδεις επιθετικούς προσδιορισμούς - για τη στάση των χεριών ή το βλέμμα, είναι ένα πρώτο επίπεδο, μονάχα. Υπάρχουν άπειρα αισθητικά ζητήματα, σαν πιάσει κανείς ν' αναρωτιέται. Το βλέμμα είναι όντως βλοσυρό ή κουρασμένο; Αν δεν είσαι προκατειλημμένος, τούτο δεν είναι ζήτημα λυμένο και προ-απαντημένο, μα περισσότερο ζήτημα προς εξέταση και διάλογο. Τα ματογυάλια έχουν προστεθεί, ώστε να εντείνουν το αίσθημα της διπροσωπίας και της βλοσυρότητας ή, μήπως, ως ένδειξη κύρους και λογιότητας; Η θέση των χεριών είναι, όντως, αλληγορική ή αναπόφευκτη παρερμηνεία, μιας πρότασης χειροφιλήματος, από τα χειροφιλήματα εκείνα, τα οποία δεν εκλείπουν διόλου απ' τ' όρθόδοξο παπαδαριό κι αποτελούν ανατομική αγκύλωση των ιερωμένων; Η επιτηδευμένη γιγάντωση της ενδυμασίας, η οποία καταλαμβάνει το μεγαλύτερο μέρος του πίνακα, γίνηκε για να δείξει το μεγαλείο του ιεροεξεταστή ή μήπως, για να δείξει πως η προσωπικότητα του ανθρώπου, σχεδόν, εξαφανίζεται μέσα στον όγκο και τη βαρύτητα της ιεραρχικής του θέσης; ή κάτι άλλο; Τα υποδήματα, που μόλις φαίνονται και θέλουν τον καρδινάλιο σα μικρό παιδί, μέσα σε ρούχα που θα φοράει και του χρόνου, έχουν σκοπο να τον απομειώσουν ή τον θέλουν σχεδόν να ίπταται σε μια άλλη διάσταση, αντί να πατά στον κόσμο τούτο; Το μωσαϊκό, η πόρτα, η πλάγια θέση, η ασύμμετρη προοπτική; όλα τούτα είναι ζητήματα ήσσονα ή παίζουν το ρόλο τους, δομικό ή ερμηνευτικό ή άλλο; Θα μου πείτε, έκατσε ο έρμος ασκητής να πει δυο λέξεις επί της ουσίας κι έπιασες εσύ να διυλίσεις τον κώνωπα. Εκείνο, όμως, που θέλω να δείξω είναι πως σαν προχωρεί κανείς σε ερμηνείες ή μελετά ερμηνείες αλλωνών, πρέπει να βηματίζει ταπεινός και με μικρό καλάθι και να 'χει πάντα κατά νου, από ποια κρησάρα χώρεσαν τούτες οι ερμηνείες κι αν είναι οι μόνες.

Εκείνο, ωστόσο, που ο καλός Τελέβαντος αδυνατεί να επισημάνει - μάλλον γιατί, ως «αφελής» χριστιανός, δεν το καταλαβαίνει - είναι τα νοήματα που κρύβονται ανάμεσα στις γραμμές του κειμένου κι αποτελούν το αιώνιο καρκίνωμα των περισσότερων χριστιανικών κειμένων και φυλλάδων (άρα και της ψυχής;) : η έλλειψη στοιχειώδους ταπεινότητας, η κακεντρέχεια, η ειρωνία και η ορθόδοξη φιλοδοξία επί των ετερόδοξων. Ήθος, δηλαδή, που δεν αρμόζει σε θεράποντες της αγάπης, ούτε καν στους καντηλανάφτες. Στα χείλη του «φωτισμένου» πατέρα της Μονής, ο «εαυτός» γίνεται «εαυτούλης», ο εκπρόσωπος του Πάπα γίνεται «απεχθής», η διπλοπροσωπιία γίνεται «φριχτή» και, γενικά, νομίζει κανείς πως κουβεντιάζει, πάνω απ' την καγκελόπορτα, με την Κατίνα τη γειτόνισσα. Μικρότητα, μισαλλοδοξία, υπεροψία. Αλλά μην κολλούμε στις λεπτομέρειες. Εύκολα μπορεί κανείς να συνάγει τη γενικότερη εσάνς του κειμένου, δίχως να κάνει φιλολογική ανάλυση. Θα λάβω, λοιπόν, την πρωτοβουλία και το θάρρος - κι ας είμαι κατά πράξη άθεος - να αναδιατυπώσω το κείμενο, ωσάν γραμμένο από άνθρωπο, αληθινόνε χριστιανόνε κι όχι τέτοιονε μικρόψυχο ερημίτη :

« ... »

Χαρακτηριστικά του "Μεγάλου Ιεροεξεταστή" :

Το εξεταστικό του ύφος, το ανέκφραστο βλέμμα, η σκοτεινή όψη ενός ανθρώπου, ο οποίος, τσακισμένος στα δύο, ανάμεσα στην κοσμική εξουσία και τον πνευματικό του ρόλο, βυθίζεται σε μια καχυποψία ολοένα και πιο άτεγκτη. Αφήνοντας εαυτόν στο απυρόβλητο; Πώς μπορεί να γνωρίζει κανείς; Το βλέμμα δεν είναι βλέμμα ανθρώπου ευτυχισμένου, ούτε καν ανθρώπου επηρμένου ∙ είναι το βλέμμα ενός κουρασμένου κι ίσως ενός βασανισμένου. Ακόμα κι έτσι, ωστόσο, πρώτος ο αναμάρτητος ας σκύψει να σηκώσει λίθο.

Κοιτάζει ο εκπρόσωπος του Πάπα Ιεροεξεταστής τον κόσμο, μέσα από τα ομματογυάλια του κι είναι τούτο σαν αλληγορία μιας εμπαθούς προκαταλήψεως. Πίστευει ο έρημος, μέσα στην αυταπάτη του, πως υπηρετεί τον άνθρωπο, όταν από χρόνια έχει ξεχάσει τον ίδιο το Θεό. Χαμένος, σα μικρό παιδί, μέσα στο μεγαλόσχημο ράσο του, μοιάζει περισσότερο να ζητά κι ο ίδιος βοήθεια και οδηγία.

Οι δύο διαφορετικές "εκφράσεις" καθεκάστου των χεριών του, φανερώνουν τον αμφίσημο ρόλο του: το ένα του χέρι χαλαρό, προσκαλώντας τον πιστό στην ταπείνωση, απέναντι στην ιερότητα, που θαρρεί ότι εκφράζει ∙ και το άλλο του χέρι σφιχτό, δηλώνοντας την ετοιμότητά του να επιβάλλει το γράμμα της "αλαθήτου" κρίσεως, σε όσους παραμένουν ασυμμόρφωτοι στο όραμα εκείνο, που 'χει στ' αλήθεια, από καιρό ξεστρατίσει.

Ο Μεγάλος Ιεροεξεταστής προκαλεί περισσότερο μιαν αυθόρμητη συμπόνια, σαν απέναντι σε αδελφό που χάθηκε κάποτε στο δρόμο, παρά την απέχθεια και την αποστροφή. Πώς αλλιώς; μια καρδιά που αγαπά - και μόνο εκείνη - συμπονεί βαθιά κι αναγνωρίζει το τραγικό πεπρωμένο κάθε ψυχής, που ξεγελάστηκε χυδαία, απαντώντας καταφατικά στους τρεις πειρασμούς της ερήμου.

« ... »

Θα μπορούσε, φυσικά, να το γράψει κανείς πολύ καλύτερα, μα θαρρώ το νόημα των λόγων μου γίνηκε καταπώς διακριτό κι αποκαλύφθηκε, σε κάποιο βαθμό, η πλατιά δυνατότητα ουσιαστικής εμβάθυνσης του κειμένου. Η ψευδο-χριστιανικότητα μιας (καθυ)στερημένης και μικρόψυχης καρδιάς είναι ασύγκριτα πιο επικίνδυνη και διαβρωτική, από την κραυγαλέα ιεροεξεταστική απειλή. Γιατί είναι μουλωχτή και γεμάτη φαρμάκι.

Υστερόγραφο

Αν είναι να παραμείνουμε ωστόσο στο αρχικό κείμενο, οφείλουμε να παρατηρήσουμε το άδικο της οποιασδήποτε σύγκρισης του φαρισαίου ιεροεξεταστή, που πλάθει ο Σταυροβουνιώτης μοναχός, με τον ιεροεξεταστή του Ντοστογιέβσκη - υπονοούμενο που αφήνει ο Τελέβαντος. Ο φαρισαίος της φτηνο-φυλλάδας είναι ένα πρόσωπο επιφανειακό και χάρτινο, όπως οι ήρωες των κόμικς και του κινηματογράφου. Δεν έχει κίνητρα, ψυχισμό, αντιθέσεις, δεν είναι διαδρομή, παρά σημείο. Τούτη η απογύμνωση συμφέρει τα μάλα τον πονηρούλη μοναχό, καθώς μπορεί ευκολότερα να δικάσει και ν' αποκαθηλώσει ένα σκιάχτρο, ένα ομοίωμα, απ' τον αληθινό τον άνθρωπο - ο οποίος, ούτως ή άλλως, διαφεύγει.

Ο ιεροεξεταστής - από την άλλη - του Ιβάν, είναι κάτι περισσότερο από ένας απλός φαρισαίος, ένας τυφλός δηλαδή απολογητής του Νόμου ή πεζός συμφεροντολόγος. Είναι κάτι περισσότερο κι απ' το ζωγραφιστό Φερνάνδο. Ο Καρδινάλιος του Θεοτοκόπουλου, πιθανότατα στα πρώτα -ήντα του, δεν είναι ακόμη γέρος, μ' άνθρωπος σχετικά γερός. Μ' άλλα λόγια, άνθρωπος που δεν έχει παραιτηθεί ακόμη απ' τον έρωτα, ως κινητήρια δύναμη. Όχι απαραίτητα τον έρωτα της γυναικός, αλλά τον έρωτα ως ικμάδα ψυχής κι ως φλόγα ζώσα νου και καρδιάς. Στην ηλικία αυτή, ο άνθρωπος γυρεύει ακόμη τη θέση του, αναμεταξύ των ανθρώπων. Δεν έχει παραιτηθεί απ' τον ετεροπροσδιορισμό, άρα δεν έχει ακόμη αποκληρώσει τον άλλο, ως πρόσωπο. Η ελπίδα μιας κάποιας κοινωνίας, στην ηλικία αυτή, αντιστέκεται ακόμα. Ο ιεροεξεταστής του Δομήνικου, δύσκολα θα οδηγούσε το Θεάνθρωπο στην πυρά, τόσο γρήγορα κι αλόγιστα, την επομένη δηλαδή της εμφάνισής του. Στην ηλικία τούτη, ο άνθρωπος έχει ακόμη τη χάρη και τη χαρά της έκπληξης. Πιθανότατα θα δοκίμαζε να «προσυλητίσει» το Χριστό, στην κοσμική αυτοκρατορία του Βατικανού, με τη βοήθεια των τετριμμένων πειρασμών. Ακόμα πιθανότερο, θα προσπαθούσε να τον χρησιμοποιήσει προς όφελος του παπισμού, παρουσιάζοντάς τον σαν υπέρμαχο και καθευλογητή. Ναι, μάλλον, τούτη η εκμετάλλευση θα ταίριαζε περισσότερο στην ποιότητα ενός εξουσιαστή, που η προσωπικές τους πίστεις δεν έχουν σημασία, μόνον η αποτελεσματικότητα των μέσων του.

Μα ο γέροντας του Ιβάν, κοντά ενενήντα, αφυδατωμένος και σκεβρός, έχει παραιτηθεί από κάθε μεταφυσική (δηλαδή, από κάθε έρωτα). Η ματιά του έχει απολιθώσει τα νοήματα σε απαντήσεις, δε βλέπει γύρω του ανθρώπους αληθινούς και ζωντανά πρόσωπα, μόνο σκοπούς. Η αγάπη του για τον άνθρωπο, έστω και παρανοημένη μα κάποτε κραταιή, έχει πια απομείνει σκιά του εαυτού της. Περισσότερο ένας απόηχος από μια ολόκερη ζωή πίσω. Περισσότερο μια συνήθεια, που κανείς δε θυμάται τις απαρχές και την αιτία της, μα παρέμεινε συνήθεια και τύπος. Όχι γιατί κάποτε απαντήθηκε, όπως νομίζει ο γέροντας κριτής, από τους πειρασμούς του εξαποδώ, μα γιατί κάποτε η αναζήτηση έγινε πιότερο βασανιστική απ' το ερώτημα. Και γιατί στα ενενήντα του κανείς πλέον δεν ψάχνει απαντήσεις, μπροστά στον τρόμο του πανδαμάτορα χρόνου. Το μόνο που 'χει απομείνει σταθερό, στην παραιτημένη ψυχή, στερημένη απ' την ικανότητα να μπολιαστεί και να βλαστήσει, είναι η ανάγκη να επιβεβαιώνει διαρκώς το κεκτημένο της, ακόμα κι αν ετούτο δεν είναι άλλο απ' την ήττα. Ο ιεροεξεταστής του Ιβάν είναι ένας άνθρωπος βασανισμένος και αποδιωγμένος, από τον ίδιο του τον εαυτό. Η αλαζονεία του δεν είναι πια φιλοδοξία, μα ύστατη κραυγή μη τον προλάβει ο χρονος γυμνό, από απάντηση. Κι όμως, δε συνιστά η αγάπη απάντηση, μάλιστα την υπέρτατη απάντηση, που μπορεί κανείς να δώσει; Δεν έχει πια σημασία. Αρκεί που τα πράγματα λειτουργούν ρολόι και με βάση το ρολόι. Τα υπόλοιπα είναι χαμένος χρόνος κι εφηβικές εξιδανικεύσεις.

Τι σχέση έχουν όλα ετούτα που, έστω και παράφωνα διατυπωμένα, υποδεικνύουν μια συγκρουσιακή βαθύτητα, με την τσάμπα κλάψα και την άψυχη καρικατούρα του Σταυροβουνιώτη μοναχού; Φυσικά, καμία! Είναι κρίμα βαθύ, η φαρμακερή φτήνια να εκθειάζεται για ποιότητα, έναντι της αγαπητικής απλότητας. Ερήμην της οποίας προχωρά, φυσικά, το ευρύ μέτωπο της χριστιανικής λαίλαπας.