Τετάρτη 9 Ιανουαρίου 2019

Γιατί να (μην) διαβάζουμε Απόστολο Παύλο [ Μέρος 2ο ]

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ε΄

Στο πέμπτο αυτό Κεφάλαιο, γίνεται σιγά-σιγά όλα και φανερότερο, πως το πολύ το Άγιο Πνεύμα το βαριέται κι ο Θεός. Όσο καλύτερα ζωγραφίζει το χριστιανικό χαμόγελο, ο Παύλος, τόσο περισσότερο αποκαλύπτεται πως κι η οδοντοστοιχία του Θεού δεν υστερεί σε σάπια δόντια. Αν η Αγάπη είναι η μια πλευρά του χριστιανικού αινίγματος, η άλλη πλευρά είναι η φοβική μικροψυχία κι ο μισανθρωπισμός. Πίσω απ' το προσωπείο της αγάπης, ο καταπιεσμένος ψυχισμός αναδιπλώνεται κι ετοιμάζεται να δαγκάσει, με τέτοιαν άφταστη τέχνη, που είναι συζητήσιμο αν υπήρχε και νωρίτερα του Χριστιανισμού. Το σκάνδαλο κι ο αφορισμός του αιμομίκτου είναι μια από τις χαρακτηριστικότερες εφαρμογές της παροιμίας «στη βράση κολλάει το σίδερο». Γίνεται φανερό, πως όλα τα πύρινα κηρύγματα περί αγάπης, θεϊκής σοφίας και άλλων ευτράπελων, δεν ήταν παρά φιοριτούρες και πυροτεχνήματα. Σαν παύουμε να μιλούμε περί ανέμων και υδάτων, αλλά καλούμαστε ν' αγαπήσουμε ένα αληθινό ανθρώπινο πλάσμα, δηλαδή ένα πρόσωπο, η χριστιανική Ντίσνεϊλαντ καταρρέει σαν πύργος από τραπουλόχαρτα. Μπροστά στο «φρικώδες» έγκλημα του αιμομίκτου - ο οποίος, σημειωτέον, δεν ήτο παιδεραστής - όπως προφανώς κι απέναντι σ' οποιαδήποτε παρασπονδία πρόσκειται στη σαρκική επικράτεια, ο Παύλος είναι κατηγορηματικός κι ανένδοτος : ουξ' από 'δω, αμαρτωλέ! Αίφνης, η καρδιά του Παύλου παρουσιάζει ακατάσχετη πρεσβυωπία. Απέναντι στον συνάνθρωπο, δε βλέπει πια το πρόσωπο του ίδιου του Θεού, παρά μονάχα από απόσταση. Αν του φέρουμε τον άνθρωπο κοντά, θα του βρωμάει άσχημα και θ' αποστρέφει το κεφάλι. Στην ύπαρξη του αμαρτωλού, κακιασμένος και ξινός, ο Απόστολος δεν αναγνωρίζει, παρά ένα βδέλυγμα αποκηρυτέο κι όχι - ας πούμε - μιαν άρρωστη ψυχή, που χρήζει μεγαλύτερης βοήθειας και αγάπης.

Από τη γλώσσα του Παύλου ξηλώνεται, ξάφνου, η αγαπητική γιρλάντα. Ο αποστολικός σάλιαγκας, που γλιστρούσε νωρίτερα με χάρη περισσή, ανάμεσα στους ευαγγελισμούς και τα πατερημά, γίνεται τώρα σκληρός και άτεγκτος, σα τη βέργα του κομπλεξικού κι αγάμητου δασκάλου. Η αγάπη εξατμίστηκε περιέργως γρήγορα, απ' τ' αποστολικά τα χείλη, που 'πιασαν τώρα να κερνούν γι' αρωματικό χαρμάνι το φαρμακερό κατακάθι . Με άνεση αταίριαστη, προς άνθρωπο τόσο εξασκημένο στο βίο τον αγαπητικό, ο Παύλος πιάνει να κρίνει, να δικάζει και να καταδικάζει - όλα μονάχος του - δίχως ίχνος ντροπής ή θλίψης. Με ποιο δικαίωμα και με ποιαν ιδιότητα; Ποιαν άλλη, φυσικά, από εκείνη που ο Θεός εναπόθεσε πάνω του - με τον Παύλο, μοναδικό της μάρτυρα. Θα μπορούσα, παρόλα αυτά, ν' αναγνωρίσω την αναγκαιότητα μιας πειθαρχίας, κρυμμένης πίσω από μιαν - ας πούμε - φαινομενική σκληράδα. Ο κηδεμόνας χρειάζεται συχνά να γίνεται σκληρός, στον αγώνα του να στηρίξει και να προστατεύσει. Αλλά η σκληρότητα ετούτη - μάλλον αυστηρότητα - όταν γίνεται από αληθινή αγάπη, από νοιάξιμο, είναι καθαρή σαν το συμμετρικότερο διαμάντι κι ας έχει το σχήμα του δακρύου. Δε χωρούν προσμίξεις, σ' αυτή την ιδιαίτερη εφαρμογή της αγαπητικής «εξουσίας». Ή, αν το θέτε, συντήκεται μόνο με τη θλίψη της καρδιάς εκείνης, που προς στιγμήν δε βλέπει άλλο δρόμο, μα πρέπει επιτακτικά να δράσει. Ωστόσο σε καμία περίπτωση δεν αποπνέει εμπάθεια ή ζήλο υπερβάλλοντα, σαν τον οχετό, τον οποίο εμέσσει ο άγιος αυτός άνθρωπος με την πρώτη ευκαιρία : «ήδη κέκρικα ως παρών τον ούτω ... παραδούναι τω σατανά, εις όλεθρον της σαρκός» κι όλα τούτα φυσικά συνοδευόμενα, απ' το παραμύθι το γνωστό : για το καλό του και στο όνομα του Θεού και του Κυρίου ημών! Με άλλα λόγια, ας έχει το νου του όποιος αμαρτωλός παραπατήσει από τύχη, εν μέσω αγαπητικής, χριστιανικής κοινότητας. Όχι μόνο δε θα βρεθεί χέρι να τον βαστάξει ώστε να σηκωθεί, μα θα τον κλωτσούνε κιόλας, έτσι πεσμένο χάμω.

Η αμπελοφιλοσοφίες που αραδιάζει, παρακάτω, ο μέγας ιεροεξεταστής, περί καθαρότητος ζύμης και πορνείας εσωτερικής κατανάλωσης, είναι μια μορφή τρικυμίας εν κρανίω, η οποία δεν απέχει πολύ, από την κτηνώδη ουτοπία της φυλετικής καθαρότητας. Κι ίσως να 'ναι κι αυτός ένας από τους λόγους, που μια χάρα την πάλεψε η ιερατική αυτοκρατορία, στο πλευρό των φασιστικών ή άλλων καθεστώτων. Ετούτη η εθνοκαθαρτική εμμονή δεν ήταν φρόνημα παντελώς ξένο, προς τη χριστιανική ιδιοσυγκρασία της ενορίας των πιστών ή του κυριακάτικου ποιμνίου. Βέβαια, ο Παύλος είναι ξεκάθαρος : ας συναναστρέφεστε τους άπιστους πόρνους. Πώς αλλιώς; είν' αναπόφευκτο. Εκείνους, ας τους κρίνει ο Θεός. Μεταξύ σας, ωστόσο, μπορείτε να βγάλετε τα μάτια σας! Πιάστε να κρίνετε, ένας τον άλλο, κατά βούληση, δεν τρέχει κάστανο. Γίνετε δικαστές, γίνετε κι όργανα εκτελεστικά, έτσι το θέλει ο Παύλος. Κατ' αυτό τον τρόπο είναι φυσικά προεξοφλημένο, ποιοι πρόκειται να βρεθούνε μάνι-μάνι στην εξώπορτα. Οι αδύναμοι στα πάθη, συνήθως ψυχές βασανισμένες - για τις οποίες το κήρυγμα του Ιησού είχε και τη μεγαλύτερη σημασία - αλλά δεν έχουνε τον πρόεδρο κουμπάρο, ούτε είναι χήρες όμορφες, απομένουν ο πλέον αδύναμος κρίκος. Ο Παύλος, βέβαια, δεν έχει τέτοιο φόβο, να του δείξει δηλάδη ποτέ κανείς την έξοδο. Η Αγάπη του Παύλου - και θέλω να πιστεύω όχι η χριστιανική Αγάπη, γενικότερα, η οποία εξελίχθηκε ή ανακαλύφθηκε ή εφευρέθηκε, εκ νέου - δεν αντέχει την ποικιλομορφία, παρά τις αμπελοφιλοσοφίες περί του αντιθέτου στο ΙΒ΄. Η Αγάπη του Παύλου δεν αντέχει το αληθινό πρόσωπο του ανθρώπου, που 'ναι μισό στο φως, μισό σκιά. Παύει να είναι αγάπη μπροστά στην αιμομιξία, αργότερα στην πορνεία και ποιος ξέρει απέναντι στο φόνο. Μα τότε πώς; Ν' αγαπάς τον καλό, τον αγαθό είν' εύκολο. Δε χρειαζόμασταν τον Ιησού να μας μάθει να ξύνουμε τον κώλο μας. Γι' αγάπησε, όμως, το βιαστή, πρόστρεξε τον παιδεραστή, εδώ σε θέλω μάστορα! Μπροστά σ' εκείνο που απεχθάνεται, ο Απόστολος είναι έτοιμος να πιάσει το βούρδουλα, μπροστά σ' εκείνο που δεν τον ενοχλεί, ας κρίνει ο Θεός. Με δυο μέτρα, δυο σταθμά, ο Παύλος προχωρά όχι ζητώντας άνθρωπο σα το Διογένη, μα όποτε τύχει να συναντήσει κανένα σβήνει και το φανάρι του, να μην τον βλέπει. Δυστυχώς, ο Παύλος ήταν παντελώς ανεπαρκής να σηκώσει ετούτο το βαρύ φορτίο και την ευθύνη της νέας θέασης του Ανθρώπου. Ό,τι βρήκε δυνατό στον άνθρωπο έπιασε να το σακατέψει κι ό,τι βρήκε σακατεμένο το εξόρισε να μην το βλέπει.

Μα και πάλι φαίνεται, πως αντιφάσκει ο Απόστολος. Πιο κάτω, στο Κεφάλαιο Ζ΄, περισσότερο μάλλον από κίνηση στρατηγικής, παρά από αληθινό αίσθημα, παραδέχεται τούτο : ας μη διαλύεται, λοιπόν, τυχούσα συγκατοίκηση με άπιστη γυναίκα ή άνδρα (από θρησκευτική σκοπιά), με την ελπίδα της πιθανής τους «σωτηρίας», απ' το συγχρωτισμό ετούτο. Δέχεται, δηλαδή, ο Παύλος ότι δεν είναι δίκαιο να προδικάσει κανείς το αποτέλεσμα. Μια, φαινομενικά, ανίερη σχέση, δεν είναι πρέπον να καταδικάζεται στην παύση και τη διάλυση. Μόνο του Θεού είναι η γνώση ποιος θα σωθεί, ποιος όχι. Η καθημερινή τριβή του απίστου με την Πίστη, είναι δυνατόν να μετακινήσει την καρδιά του και κάποτε ν' αντικρύσει, ασκαρδαμυκτί, το φως το αληθινό. Κι όμως, αδυνατεί να διακρίνει την ίδια ελπίδα στο πρόσωπο του αιμομίκτου - ή άλλου πόρνου - καθώς εκδιώκεται από την Εκκλησία, την ώρα εκείνη ακριβώς που έχει την περισσότερη ανάγκη. Μήπως, μέσα στην αγκαλιά της Εκκλησίας, δεν είναι μεγαλύτερη η πιθανότητα να κερδηθεί, ξανά; Ο Παύλος δυσκολεύεται να ξεπεράσει τον τιμωρητικό Θεό της πρώτης Διαθήκης. Μα κι αν ακόμη, πράγματι, μια τιμωρία είναι απαραίτητη, προκειμένου να κατανοηθεί ένα σφάλμα, ποιος θ' αναλάβει, λοιπόν, το ρόλο τιμωρού και ποιος τέτοιον θα χρίσει; Ο Παύλος ή ο Ζορό; Περί Θεού, φυσικά, κουβέντα. Καθώς, στο μυαλό του Παύλου, όταν είναι Θεός δεν είναι Παύλος κι όταν είναι Παύλος δεν είν' Θεός. Μα θα σας πω και τρίτη σκέψη : προς τι η λύσσα ετούτη, κάποιος να διωχθεί, καλά και σώνει; Μπορεί η αγάπη να είναι τιμωρητική; Ας αφήσουν τον αμαρτωλό ν' αποκλειστεί μονάχος του, αυτο-εξόριστος μέσα στην αμαρτία του απ' το θάλπος της αγάπης. Ας είναι τούτη η αυτο-εξορία η τιμωρία του κι άμα το θέλει ο Γιαραμπής, κάποτε, μετανιωμένος να γυρίσει. Γιατί, όμως, χρειάζεται να παύσει η αγκαλιά να στέκει ορθάνοιχτη κι η προσμονή αμάραντα να προσμένει; Σε ποια στροφή του δρόμου, χάθηκε λοιπόν από τα μάτια η παραβολή του ασώτου;

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΣΤ΄

Ένας από τους σημαντικότερους πυρήνες νοσηρότητας, της χριστιανικής ψευδο-ηθικής, αρχίζει πλέον να ξετυλίγεται, απ' το κεφάλαιο ετούτο και εξής. Μιλώ για ψευδο-ηθική, καθώς καμία τίμια ηθική της προκοπής δεν είναι δυνατό, να φανερώνεται δι' αποκαλύψεως κι έξω απ' το στίβο εφαρμογής της. Τότε δεν πρόκειται για ηθική - με άλλα λόγια ευθύνη - μα τίποτα περισσότερο, από μια λίστα μουχλιασμένους κανόνες. Εδώ, τώρα, δε χωράνε μέσες λύσεις και προσπάθεια αιτιολόγησης. Ο Παύλος είναι σαφής και κατηγορηματικός. Είναι δογματικός, με τη θρησκευτική έννοια. Συνεπώς, είτε τον αποδέχεσαι ως έχει, είτε χωρίζουνε οι δρόμοι σας - με υγιέστερο το τελευταίο. «Τα βρώματα τη κοιλία και η κοιλία τοις βρώμασιν», παραδέχεται κάπου ο αθεόφοβος, προσμένοντας ωστόσο τη μέλλουσα κατάργηση, του διπόλου ετούτου, απ' το μεγάλο αφεντικό. Κι αμέσως μετά : «το δε σώμα ου τη πορνεία, αλλά τω Κυρίω»! Α μπα;! Μωρ' τι μας λες; Και γιατί, παρακαλώ, να μην ισχύει ισοδύναμα «τα δε σώματα τη πορνεία και η πορνεία τοις σώμασιν», με όμοια την ελπίδα μελλοντικής κατάργησης (αν έχει τούτο κάποιο νόημα); Ποια η διαφορά, λοιπόν; Τώρα, να μην κοροϊδευόμαστε, ο διαχωρισμός αυτός δεν αφορά στο σώμα, γενικά κι αόριστα. Να λέμε τα πράματα με τ' όνομά τους : αφορά στις ψωλές και στα αιδοία (ή αλλού). Ο Παύλος δεν τραβάει κανένα ζόρι με τα ρουθούνια, τις κοιλιές, τις επιγονατίδες ή το στερνο-κλειδο-μαστοειδή μυ του τραχήλου. Μα σα βλέπει τσουτσούνι σε στύση, φυσά και ρουθουνίζει σα ταύρος στην αρένα. Ο άνθρωπος ο αγάμητος, ο κακογαμημένος ή, γλυκύτερα, ο βιασμένος ψυχικά, διακρίνει στα γεννητικά του όργανα κάτι ποιοτικά διαφορετικό απ' ότι στο θυρεοειδή αδένα του. Μα τούτο δεν ισχύει, παρά μονάχα μέσα στο βασανισμένο ψυχισμό του, μέσα στην καταπιεσμένη κι απωθημένη του σεξουαλικότητα. Με τη σιχαμερή «πορνεία» του, ο Παύλος δεν εννοεί προφανώς ούτε το συγκεκριμένο επάγγελμα, ούτε τη δίχως συναίσθημα, απρόσωπη σεξουαλική εκτόνωση. Δεν εννοεί καν το πάθος, ως υπέρβαση του μέτρου, με την ελληνική θεώρηση. Όχι! Εννοεί την απλή, άδολη και ζώωδη (δηλαδή, πλήρη ζωής) έκφραση της ανθρώπινης φύσης! Αν έχει το Θεό του! Ο καταπιεσμένος Παύλος βλέπει στο τσουτσούνι του, άλλο πράγμα απ' ό,τι βλέπει στην κοιλιά του. Αν το μπορούσε - αν, δηλαδή, δεν ήταν κτήμα του Θεού και τούτο το τσουτσούνι - θα 'πιανε να το ξεριζώσει, να το πετάξει στα σκυλιά.

Ο ανώμαλος ψυχικά, ο ευνούχος, δεν το χωνεύει σα βλέπει τα σώματα να ερωτοτροπούν ανενδοίαστα, αγκαλιασμένα δίχως συμβάσεις κι ελεύθερα μέσα στη φύση τους. Ταυτίζει τη σεξουαλική πράξη με το πάθος, αποδίδοντας τα του νου στα σώματα, όπως θα λιθοβολούσε κανείς το θύμα του βιασμού, γιατί προκάλεσε. Κατά μία έννοια και παρότι προσπαθεί να τα μπαλώσει αργότερα, δια του γάμου, ο Παύλος βλέπει στον ερωτικό εναγκαλισμό την απομάκρυνση από τον Κύριο, όταν θα μπορούσε να βλέπει αντίθετα τη θέωση του Ανθρώπου. Ο κόσμος του Παύλου, δεν είναι ένας κόσμος που ανήκει στην Αγάπη, μα ένας κόσμος που ανήκει του Κυρίου! Όσο κι αν αγωνίζεται να πείσει για το αντίθετο, πως δηλαδή τούτα τα δυο ταυτίζονται, άλλα μας λεν τα χάδια του και άλλα τα φιλιά του. Στα λόγια είναι πρώτος, στην ουσία έσχατος. Μπορεί να διακρίνει την «πορνεία» εν Κυρίω, εφευρίσκοντας το γάμο, μα δεν καταφέρνει ούτε ξώφαλτσα να διακρίνει την «πορνεία» εν Αγάπη. Ο Παύλος δεν έχει κατακτήσει τούτο το συναισθηματικό επίπεδο, να βλέπει το σώμα ως εκδήλωση ψυχής (και αντιστρόφως). Δεν το χωράει ο νους του πως μπορεί η άδολη ψυχή, η αγαπητική - να το πούμε και χριστιανικά - να «καθαγιάσει» τη σωματική μας πράξη. Το άγγιγμα των χεριών, των χειλιών, των σωμάτων, που 'ναι μορφή ευλογίας και θεία κοινωνία, ο Παύλος τα παίρνει για βρωμιά και γι' αναγκαίο δεινό, που πρέπει ν' ανεχτούμε. Μα η αγάπη, χριστιανική ή άλλη, δεν έχει ανάγκη από συμβάσεις και πρωτόκολλα. Τα γεννητικά όργανα λυτρώνουν απ' το θάνατο, με το ίδιο ακριβώς μεγαλείο που λυτρώνει η τροφή, το νερό ή ένας πολύτιμος λόγος. Δεν υπάρχει η παραμικρή διαφορά, παρά μόνο που το καθένα λειτουργεί μέσα στη φύση του. Πρέπει να 'ναι κανείς πολύ άρρωστος ψυχικά, να μην το βλέπει τούτο. Πού το καταλαβαίνω; Μα, στην εποχή που μεγαλώσαμε, όλοι νοσούμε με τον τρόπο μας -  κι ο Παύλος φέρει μερίδιο ευθύνης. Στον τελευταίο, διακρίνω το ανελεύθερο κομπλεξικό ανθρωπάκι, που διακρίνω, στιγμές, στον εαυτό μου ή στους ανθρώπους γύρω μου. Νοσούμε, καθένας με τον τρόπο του, γιατί απ' την κούνια μας μπολιάζουν αντισώματα προς την υγεία κι όχι προς την ασθένεια. Μα και τον εαυτό σου για να κοιτάς κατάματα θέλει αγάπη, όχι μόνο τους άλλους. Για τον Απόστολο Παύλο, αυτός ο κόσμος των σωμάτων είναι μια terra incognita, ένας άπειρος κόσμος ξένος, τρομαχτικός και σκοτεινός. Κι όπως κάθε φοβισμένο παιδί, σκεπάζεται με το σεντόνι (του Κυρίου ή του Χαλεπά) για να μη βλέπει.

[ ... ]

Δεν υπάρχουν σχόλια: